Του Βαγγέλη Ηλιόπουλου*
Η Δημιουργική Γραφή (ή σύμφωνα με τον διεθνή όρο Creative Writing) εδώ και πολλά χρόνια διδάσκεται στο εξωτερικό σε ενήλικες που θέλουν να μάθουν τα μυστικά που θα τους κάνουν συγγραφείς αλλά και σε μαθητές στα σχολεία, σε φοιτητές, σε επιστήμονες και σε επαγγελματίες οι οποίοι χρειάζεται να γράφουν κείμενα για τη δουλειά τους. Τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα όλο και πληθαίνουν οι φορείς που παρέχουν σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Πρώτο είχε ξεκινήσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και ακολούθησαν εκδότες, βιβλιοπωλεία, βιβλιοθήκες και άλλοι φορείς. Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας ήταν επίσης το πρώτο στη χώρα μας που καθιέρωσε μεταπτυχιακό πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής, ενώ, όπως φαίνεται, θα ακολουθήσουν και άλλα Πανεπιστήμια. Γιατί όμως η Δημιουργική Γραφή γνωρίζει τόση άνθιση και τόσοι ενήλικες θέλουν να μάθουν να γράφουν δημιουργικά; Και κυρίως στα τμήματα λογοτεχνίας, γιατί να θέλει να γράψει κάποιος ένα κείμενο το οποίο κανείς δεν του ζήτησε και ούτε του χρησιμεύει σε τίποτα;
Σίγουρα θα πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια στα μονοπάτια της ψυχής του δημιουργού, όπως άλλωστε σε κάθε αληθινή δημιουργία Τέχνης. Κάποιος, λοιπόν, που θέλει να γράψει, ζητά ο ίδιος από τον εαυτό του το κείμενο που θα προκύψει από τη δημιουργία και το κείμενο αυτό χρησιμεύει ακριβώς στο ότι ο ίδιος θέλει να το γράψει! Κι αυτός που θέλει να εκφραστεί με τους τρόπους που η Τέχνη του λόγου ξέρει, απολαμβάνει τη γραφή. Απλώς λοιπόν, ο συγγραφέας γράφει γιατί του αρέσει. Κι ενώ μιλάμε τόσο συχνά για την απόλαυση της ανάγνωσης, δεν έχει συζητηθεί η απόλαυση της γραφής. Μάλλον είναι ένα μυστικό που οι συγγραφείς το κρατάμε για εμάς. Η Δημιουργική Γραφή όμως αποπειράται να το αποκαλύψει και στο ευρύ κοινό.
Είναι όμως συγγραφέας όποιος παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής; Όπως μου είχε πει η Ζωρζ Σαρή σε συνέντευξή της το 1994 για ένα εκπαιδευτικό βίντεο των Εκδόσεων Πατάκη, «συγγραφέα σε κάνουν οι άλλοι! Αν αυτό που γράψεις το βάλεις στο συρτάρι, είσαι σαν αυτόν που τραγουδά στο μπάνιο. Είναι τραγουδιστής;» Η πρωτοπόρος της παιδικής μας λογοτεχνίας έβαλε λοιπόν κι έναν άλλο παράγοντα, αυτόν της επικοινωνίας, μέσω του κειμένου, του συγγραφέα με τους αναγνώστες του, οι οποίοι είναι τελικά και αυτοί που θα δώσουν αξία στο δημιούργημά του.
Σε άλλες τέχνες οι καλλιτέχνες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, χρειάζονται σπουδές ετών για να κατακτήσουν εκείνες τις τεχνικές που θα τους δείξουν τρόπους έκφρασης του ταλέντου τους. Για παράδειγμα, οι ζωγράφοι ή οι μουσικοί χρειάζονται χρόνια δουλειάς για να παίξουν ικανοποιητικά ένα μουσικό όργανο ή να μάθουν σχέδιο και τεχνικές απόδοσης των χρωμάτων. Ο συγγραφέας πώς και πού θα μάθει να γράφει; Αρκεί το ταλέντο; Αρκούν όσα έχει μάθει στο σχολείο; Χρειάζεται να μάθει και να εξασκηθεί σε τεχνικές;
Στα ερωτήματα αυτά έρχεται να προστεθεί και το ζήτημα του εάν χρειάζεται ο συγγραφέας συνταγές τις οποίες να ακολουθεί. Κι αν ναι, οι παλαιότεροι συγγραφείς που δεν είχαν ποτέ παρακολουθήσει μαθήματα Δημιουργικής Γραφής πώς έγραψαν αληθινά αριστουργήματα;
Αναζητώντας λύσεις στα παραπάνω ερωτήματα αναρωτήθηκα πώς ξεκίνησα να γράφω εγώ, είκοσι χρόνια πριν, τότε που δεν υπήρχαν σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής.
Αρχικά πρέπει να παραδεχτούμε ότι όποιος παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής δε σημαίνει ότι θα γίνει συγγραφέας. Σημαίνει ότι αναζητά τρόπους έκφρασης μέσω της λογοτεχνίας. Επίσης, ειδικά στην περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας, δε σημαίνει ότι όποιος παρακολουθεί μαθήματα Δημιουργικής Γραφής Παιδικής Λογοτεχνίας μπορεί να απευθυνθεί στο παιδί. Σίγουρα όμως ξεκαθαρίζει αν του αρέσει και αν μπορεί να γράφει για παιδιά.
Η παρουσία και τμημάτων Παιδικής Λογοτεχνίας στα σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και η διδασκαλία από καταξιωμένους συγγραφείς του χώρου (Χρήστος Μπουλώτης, Μάνος Κοντολέων, Μαρία Αγγελίδου, Ελένη Σβορώνου κ.ά.) βοήθησε σημαντικά ώστε να ασχολείται με το είδος όποιος πραγματικά αξίζει. Ξεφεύγουμε πια από:
- εκείνο το «αγαπώ το παιδί, άρα μπορώ να γράψω για αυτό»,
- το ότι με τρία υποκοριστικά κι ένα δίδαγμα είναι έτοιμο ένα παιδικό βιβλίο,
- τον γονέα ή τον παππού/γιαγιά που δε βρίσκει καλύτερα παραμύθια από αυτά που επινοεί ο ίδιος για τα παιδιά ή τα εγγόνια, κι όταν αυτά μεγαλώσουν αναρωτιέται γιατί να μην τα εκδώσει.
Σημαντικό είναι ότι η Δημιουργική Γραφή σε ωθεί να σκεφτείς πάνω στα κείμενα. Να τα διαβάσεις ή να τα ξανά-διαβάσεις με άλλο μάτι. Με το μάτι του ειδικού. Με το μάτι αυτού που ξέρει «συνταγές» και προσπαθεί να ανακαλύψει αυτή που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Στοιχεία από την ιστορία της Λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της Παιδικής, θεωρίες λογοτεχνίας, ερμηνευτικές μέθοδοι και τεχνικές κριτικής προσέγγισης είναι απαραίτητα. Πολλές φορές η γνώση αυτή μπορεί να μειώνει τη μαγεία της ανάγνωσης, άλλοτε όμως πάλι μπορεί να φωτίζει δύσβατα ερμηνευτικά μονοπάτια που ίσως ο αναγνώστης δε θα ακολουθούσε. Η Δημιουργική Γραφή λοιπόν μπορεί να σε κάνει δημιουργικό αναγνώστη. Και πράγματι, όποιος θέλει να γράφει είναι σίγουρο ότι πρέπει και να διαβάζει. Να διαβάζει πολύ. Να και η απάντηση στο τι έκαναν όλοι οι συγγραφείς παλαιότερα και πρέπει να κάνουν όλοι και σήμερα. Διάβαζαν τους κλασικούς, διάβαζαν τους συγγραφείς των προηγούμενων γενεών από τη δική τους ή ακόμη και τους συνομήλικούς τους. Διάβαζαν και έτσι ανακάλυπταν τις τεχνικές και τις συνταγές. Και πειραματίζονταν σε αυτές. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη λο- γοτεχνικών σχολών. Είναι τόσο ξεκάθαρο πως ο Τόλκιν και ο Λούις ανήκαν στον ίδιο λογοτεχνικό όμιλο. Δεν χρειάζεται παρά να διαβάσει κανείς τον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών» και τα βιβλία από το «Χρονικό της Νάρνια» για να το ανακαλύψει.
Η κατάκτηση των τεχνικών και των μέσων, η ανακάλυψη των συνταγών στα κείμενα άλλων δε σημαίνει αυτόματα και δυνατότητα δημιουργίας. Εδώ μπαίνει κυρίαρχος ο απροσδιόριστος παράγοντας «ταλέντο» αλλά και η πολλή δουλειά, ο κόπος να βρει ο συγγραφέας τις λέξεις που θα αποδώσουν το νόημα που θέλει και τον τρόπο που θα τις πλέξει. Γιατί λογοτεχνία δεν είναι μόνο η επινόηση της πλοκής, δηλαδή το τι θα πεις, αλλά και το πώς θα το πεις. Η Δημιουργική Γραφή δεν εξασφαλίζει το ταλέντο ούτε κάνει λιγότερη τη δουλειά που χρειάζεται. Η ενδεχόμενη γνωριμία μαζί της δεν μπορεί παρά να είναι η αφετηρία. Η αφετηρία μιας σκληρής και επίπονης, μοναχικής πορείας δημιουργίας. Κι όσο καλύτερα μαθαίνεις τη συνταγή, τόσο περισσότερο θέλεις να την ανατρέψεις για να την κάνεις δική σου. Γιατί στο τέλος της πορείας οι αξιόλογοι συγγραφείς τελικά ανακαλύπτουν ότι συνταγή δεν υπάρχει ή καλύτερα ότι υπάρχει για να σου δείξει τον δρόμο που θα ακολουθήσεις για να δημιουργήσεις τη δική σου. Μα ο δρόμος αυτός είναι μακρύς και η πορεία απολαυστικά επίπονη.
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, οι περισσότεροι που παρακολουθούν σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής φαίνεται ότι δε θέλουν να μάθουν απλώς μια συνταγή και να «παγιδευτούν» σε αυτήν. Αυτό που ζητούν, κυρίως, είναι να απελευθερωθούν. Τι τους καταδυναστεύει όμως;
- Η έλλειψη χρόνου για να γράψουν – με τα σεμινάρια αναγκάζονται να βρουν χρόνο για να ετοιμάσουν τις ασκήσεις για την επόμενη συνάντηση.
- Η έλλειψη γνώσης της Γλώσσας – με τα σεμινάρια μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη Γλώσσα σωστά, με πιο δημιουργικούς και ευφάνταστους τρόπους. Μαθαίνουν, για παράδειγμα, πόση περισσότερη δύναμη έχει το ρήμα από το επίθετο ή πόσο κουραστική είναι η κατάχρηση των υποκοριστικών.
- Η έλλειψη κινήτρου για να γράψουν – η συμμετοχή σε μια ομάδα που όλοι γράφουν, συζητούν και κρίνουν τα κείμενα ο ένας του άλλου είναι πολύ δυνατό κίνητρο.
- Η έλλειψη αυτοπεποίθησης – συχνά κάποιοι είναι ήδη πολύ καλοί συγγραφείς και το μόνο που χρειάζονται είναι η επιβεβαίωση και η ενθάρρυνση.
- Ο φόβος της έκθεσης στον περίγυρο – ακριβώς επειδή στη γραφή καταθέτει κανείς την ψυχή του, συχνά πολλοί φοβούνται να το κάνουν. Το ότι τα κείμενα διαβάζει ο συντονιστής και μια ομάδα λίγων ατόμων δημιουργεί ένα κλίμα ασφάλειας που βοηθά.
- Οι πολιτιστικές προσδοκίες – σπουδαία έργα λειτουργούν ως ασυναγώνιστοι ανταγωνιστές. Με τη Δημιουργική Γραφή είναι σαφές ότι τέτοια έργα, και οι δημιουργοί τους, είναι πρότυπα και ενδιαφέρει να ερευνηθούν για να αποκαλυφθούν τα μυστικά τους. Τα λογοτεχνικά δάνεια και οι διακειμενικές ανα- φορές βοηθούν τη δημιουργική προσέγγισή τους.
- Η αυτό-λογοκρισία – όσοι αποφασίζουν να γράψουν δημιουργικά πρέπει να δώσουν στον εαυτό τους την άδεια να κλείσει τη φυσική φωνή εσωτερικής αντίστασης που τους σταματά από το να ανοιχτούν σε αχαρτογράφητα ύδατα. Όμως, η Δημιουργική Γραφή δε μπορεί να υπάρξει χωρίς το ρίσκο να βρεθείς «εκτεθειμένος» γράφοντας ακόμη και για όσα θέλεις να κρύψεις.
Αν τα καταφέρουν, τότε ανεπηρέαστοι μπορούν να ασχοληθούν με:
- Τον κυρίαρχο ρόλο του βασικού ήρωα, τον οποίο ο συγγραφέας καλείται να πλάσει και να ζωντανέψει. Δεν αρκεί να μιλά για αυτόν. Το παιδί τον θέλει ολοζώντανο, γιατί ταυτίζεται μαζί του και προβάλλει πάλι πάνω του τις δικές του ανησυχίες. Πώς μπορεί να μην είναι «αληθινός»;
- Τον οικείο στα παιδιά λόγο. Κοφτός, υπαινικτικός, πυκνός, έχει τη δική του λογοτεχνική αξία.
- Τη σημασία της αφηγηματικής φωνής και του είδους της αφήγησης, η οποία καθορίζεται από το τι θέλει κάθε φορά να φωτίσει ο συγγραφέας.
Πολλοί από όσους ξεκινούν να παρακολουθούν σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής διακόπτουν, άλλοι ολοκληρώνουν αλλά μετά συνεχίζουν την «περιπλάνηση» και σε άλλα είδη λογοτεχνίας, και τέλος λίγοι μένουν γιατί μαγεύονται από τον κόσμο του παιδιού και ανακαλύπτουν το πώς θα επικοινωνήσουν μαζί του. Γιατί ειδικά η Παιδική Λογοτεχνία έχει αυτή την ιδιομορ- φία. Γράφεται από ενήλικες –κρίνεται από ενήλικες, γονείς και δασκάλους– ενώ απευθύνεται σε παιδιά.
Να ένας παράγοντας που μέχρι τώρα δεν ασχοληθήκαμε μαζί του. Το παιδί αναγνώστης. Αυτός προσδίδει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην παιδική/εφηβική λογοτεχνία, που πρέπει ο συγγραφέας να γνωρίζει.
Τις τελευταίες δεκαετίες που το είδος γνωρίζει εκδοτική άνθιση (στη μετά Harry Potter εποχή), παρόλο που διδάσκεται στα Πανεπιστήμια και ερευνάται από έμπειρους ερευνητές, διαβάσαμε συγγραφείς που απευθύνονται στο παιδί γράφοντας κείμενα «παιδιάστικα». Συγγραφείς που δεν είχαν καμία γνώση του κοινού στο οποίο απευθύνονταν. Που δεν ήξεραν το παιδί και δεν του μιλούσαν με «έντιμο» τρόπο και ειλικρίνεια, αλλά είτε το υποτιμούσαν είτε αδυνατούσαν να καλύψουν τις αναγνωστικές του ανάγκες. Φαινόμενα που η Δημιουργική Γραφή δεν μπορεί να αποτρέψει, αλλά μπορεί να επισημάνει και να προσεγγίσει κριτικά.
Ο συγγραφέας πρέπει να γνωρίζει καλά την ψυχοσύνθεση του μικρού αναγνώστη και τις διαμορφούμενες από αυτή προσδοκίες του από το βιβλίο. Παράλληλα, δεν μπορεί –ή μήπως μπορεί;– να παραβλέπει και τις προσδοκίες των δασκάλων και των γονιών, οι οποίοι πολλές φορές, ιδιαίτερα στα μικρότερα παιδιά, διαμεσολαβούν μεταξύ βιβλίου και μικρού αναγνώστη.
Όποιος γράφει δημιουργικά μπορεί να ξεκαθαρίζει τα βασικά συστατικά των κειμένων τα οποία πετυχαίνουν τους στόχους τους: αναγνωστική απόλαυση, απεριόριστη φαντασία, ενδιαφέροντα στο παιδί θέματα, έντονα συναισθήματα, ξεκάθαρη και συναρπαστική πλοκή, αισιόδοξο τέλος. Να κάποια από τα απαραίτητα συστατικά ενός πετυχημένου βιβλίου για παιδιά.
Καθοριστικός παράγοντας βέβαια είναι και η εικόνα. Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει να «συνομιλεί» με το έργο του εικονογράφου του κειμένου του. Ακούγεται περίπλοκο αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η εικόνα «κερδίζει» πρώτη το παιδί. Στο ακραιφ- νώς εικονογραφημένο βιβλίο, ο συγγραφέας πρέπει να μάθει την τεχνική της αφαίρεσης και το πως ό,τι «λέει» η εικόνα, είναι βαρετό για το παιδί να το «λέει» και το κείμενο. Ατέλειωτες περιγραφές κουράζουν τον αναγνώστη, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά άσκοπες επαναλήψεις όσων με μια ματιά μπορεί να διακρίνει. Κείμενο και εικόνα πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται και να λένε την ίδια ιστορία με άλλον τρόπο, φωτίζοντας διαφορετικές πλευρές της. Αυτό δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται πολλή εξάσκηση, ειδικά σε περιπτώσεις όπως στη χώρα μας που συγγραφέας και εικονογράφος δεν έχουν περιθώρια συνεργασίας και ώρες κοινής δουλειάς. Η αφαίρεση που αναγκάζει το εικονο-βιβλίο τον συγγραφέα να εφαρμόσει όχι μόνο δε μειώνει τη λογοτεχνική αξία, αλλά κάνει τον λόγο πιο περιεκτικό και πυκνό, αφαιρώντας του κάθε περιττό στοιχείο. Πολλές φορές σε αυτό βοηθά η μεγαλόφωνη ανάγνωση και μάλιστα σε κοινό παιδιών. Τα παιδιά δεν μπορούν να κρύψουν πότε χάνουν το ενδιαφέρον τους και πλήττουν ή πότε το κεί- μενο τα συναρπάζει και τα καθηλώνει.
Όποιος ενδιαφέρεται σήμερα να απευθυνθεί στο παιδί, μπορεί να μιλήσει για όλα τα θέματα, αρκεί να βρει τον κατάλληλο για το καθένα τρόπο. Αυτό πιθανόν να αναζητά στα Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής. Από τη γενιά του ’70 είναι αποδεκτό ότι δεν υπάρχουν θέματα ταμπού που δεν πρέπει να θίγει ένα παιδικό βιβλίο. Αντίθετα, μια και το βιβλίο είναι ένα μέσο μύησης στις μεγάλες αλήθειες της ζωής, πρέπει να μιλά για όλα με τον κατάλληλο τρόπο και την κατάλληλη στιγμή – που για κάθε παιδί είναι διαφορετική. Στο πώς θα ανακαλύψει κάθε φορά τον «κατάλληλο τρόπο» θα το βοηθήσει η Δημιουργική Γραφή. Η πορεία όμως θα είναι δική του. Όπως και το αν θα φτάσει, τελικά, στον στόχο του. Αυτό δεν μπορεί να του το εξασφαλίσει κανείς. Εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο. Ίσως η γνώση Δημιουργικής Γραφής αυξάνει τις δυνατότητες – δεν εξασφαλίζει βεβαιότητες. Δεν «κάνει» συγγραφείς αλλά δημιουργεί προϋποθέσεις κάποιοι να γίνουν συγγραφείς. Και εξαρτάται από τον διδάσκοντα αν θα αναπαράγει κλώνους του ή αν θα αφήσει καθέναν να πειραματιστεί περιπλανώμενος στον λόγο μέχρι να ανακαλύψει ή να δημιουργήσει το δικό του ύφος. Κι αυτή θα είναι η μεγαλύτερη επιτυχία.
*Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος είναι Εκπαιδευτικός, Διευθυντής του Δημοτικού της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου-Συγγραφέας.