Διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης / ξένης γλώσσας στην μη τυπική εκπαίδευση

papastylianou

της Δάφνης Παπαστυλιανού*

Εισαγωγή – διευκρίνηση όρων

Διδασκαλία μιας γλώσσας ως δεύτερης ή ξένης.

Η πλειοψηφία των ανθρώπων όταν ακούν αυτή τη φράση, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στο μυαλό είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά που μάθαιναν όταν ήταν μικροί. Και όντως η διδασκαλία μιας γλώσσας ως ξένης σημαίνει αυτό ακριβώς, δηλαδή να μαθαίνει κανείς μια άλλη γλώσσα διαφορετική από την μητρική του, αλλά και από την γλώσσα που μιλιέται στην χώρα που κατοικεί. Από την άλλη έχουμε τη δεύτερη γλώσσα, η οποία σίγουρα δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των γλωσσών που γνωρίζει κάποιος. Η διαφορά με την ξένη είναι ότι η εκμάθηση της γλώσσας λαμβάνει χώρα σε περιβάλλον όπου χρησιμοποιείται ως επίσημη γλώσσα (Μπέλλα Σ., 2011: 21). Έτσι, για παράδειγμα, ένα παιδί από το Αφγανιστάν του οποίου η μητρική γλώσσα είναι τα Νταρί, αλλά ήρθε στην Ελλάδα και παρακολουθεί σχολείο, μαθαίνει τα ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα. Από την άλλη, ένα παιδί από την Ελλάδα του οποίου η μητρική γλώσσα είναι τα ελληνικά και ζει στην Ελλάδα, αλλά μαθαίνει αγγλικά, τα μαθαίνει ως ξένη γλώσσα.

Αυτό που είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη είναι ότι η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και η διδασκαλία μιας γλώσσας ως δεύτερης / ξένης απαιτούν διαφορετική διδακτική προσέγγιση.

Τυπική, μη τυπική, άτυπη εκπαίδευση

Τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται κατά κόρον οι όροι τυπική, μη τυπική και άτυπη εκπαίδευση. Τι σημαίνουν, όμως, όλα αυτά;

Σύμφωνα με τον ΕΟΠΠΕΠ (Τράπεζα θεμάτων, 2014: 107), τυπική εκπαίδευση είναι αυτή που παρέχεται στο πλαίσιο του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και οδηγεί σε αναγνωρισμένα πτυχία και πιστοποιητικά (π.χ. το απολυτήριο Λυκείου, το πτυχίο Πανεπιστημίου κ.ά.). Μη τυπική εκπαίδευση είναι αυτή που παρέχεται σε οργανωμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο, μπορεί να οδηγήσει (χωρίς να είναι υποχρεωτικό) σε αναγνωρισμένα πιστοποιητικά αλλά είναι οτιδήποτε ΕΚΤΟΣ του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος (π.χ. Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης –ΚΕΚ, μαθήματα αγγλικών σε φροντιστήριο κ.ά.). Τέλος, η άτυπη μάθηση (κι όχι εκπαίδευση) είναι οτιδήποτε λαμβάνει χώρα εκτός οργανωμένου εκπαιδευτικού πλαισίου καθόλη τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου χωρίς να πιστοποιείται από κάποιο έγγραφο (π.χ. επίσκεψη σε ένα μουσείο, ταξίδι, συμμετοχή σε μια πολιτιστική ομάδα κ.ά.).

Διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης σε μετανάστες και πρόσφυγες

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη βιώνει μία από τις μεγαλύτερες εισροές μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού στην ιστορία της. Ιδιαίτερα το 2015 ο αριθμός αυξήθηκε και η Ελλάδα λόγω γεωγραφικής θέσης δέχτηκε ένα μεγάλο ποσοστό μεταναστών και προσφύγων. Δεδομένης της ανάγκης ένταξης των ανθρώπων αυτών, πολλές οργανώσεις ξεκίνησαν, εκτός των άλλων, μαθήματα ελληνικών για παιδιά και ενήλικες. Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε παιδιά και ενήλικες μετανάστες και πρόσφυγες σε οργανώσεις (ΜΚΟ) αλλά και σε διαφόρων ειδών πρωτοβουλίες (π.χ. ομάδες εθελοντών διδασκόντων στα ανοιχτά σχολεία του δήμου Αθηνών κλπ), αποτελεί ακριβώς αυτό που αναφέραμε παραπάνω: διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας στο πλαίσιο της μη τυπικής εκπαίδευσης.

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η διδακτική προσέγγιση και οι διδακτικές μέθοδοι είναι διαφορετικές από εκείνες της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο ο διδάσκων να έχει ένα εκπαιδευτικό υπόβαθρο και μια εμπειρία κατάλληλη, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο έργο του.

Επιπλέον, όταν αναφερόμαστε σε ευάλωτη ομάδα πέρα από το γνωστικό κομμάτι και την ειδίκευση, απαιτείται από το πλαίσιο και τον εκάστοτε διδάσκοντα, μία ευαισθητοποίηση αλλά και γνώση περί μεταναστευτικού και προσφυγικού ζητήματος  –στη συγκεκριμένη περίπτωση– αλλά και περί «τραύματος». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το «Εργαλείο ανίχνευσης ευαλωτότητας» το οποίο αναπτύχθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ (UNHCR), την IDC (Συμμαχία κατά της κράτησης) και την υποστήριξη του Oak Foundation (2016:1) «πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, θύματα εμπορίας ανθρώπων, απάτριδες, μετανάστες και άλλοι μη υπήκοοι χωρίς συγκεκριμένο νομικό καθεστώς, συχνά έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις ευαλωτότητας, εκτίθενται σε κινδύνους υψηλού ρίσκου και κατ’ επέκταση έχουν ανάγκη από ιδιαίτερη φροντίδα, υποστήριξη και προστασία». Ο διδάσκων την ελληνική γλώσσα σε μετανάστες και πρόσφυγες, λοιπόν, χρειάζεται να έχει επίγνωση για όλα αυτά και για να προστατεύει τους μαθητές του αλλά και για να προστατεύει και τον εαυτό του, από τη στιγμή που εκτίθεται σε τραυματικές εμπειρίες, έστω και έμμεσα. Παρόλο που ο εκπαιδευτικός δεν είναι σε καμία περίπτωση ψυχολόγος, θα χρειαστεί να συζητήσει και να υποστηριχτεί από ψυχολόγους, να επιμορφωθεί και να μελετήσει τα παραπάνω, ώστε να είναι ικανός να κατανοήσει τους μαθητές του και να έχει καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.

Τέλος, η διαπολιτισμική εκπαίδευση είναι ένα ακόμα αναγκαίο εργαλείο το οποίο οφείλει να κατέχει ο διδάσκων, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτό που καλείται να φέρει εις πέρας. «Το μάθημα σε μια διαπολιτισμική τάξη προβάλλει μεγάλες απαιτήσεις, αφού βασίζεται στην αρχή της εξισορρόπησης διαφορών και ομοιοτήτων μεταξύ των πολιτισμών και στη συστηματική καταπολέμηση των προκαταλήψεων. Ο εκπαιδευτής μεγαλωμένος μακριά από τα προβλήματα ενός πολυπολιτισμικού περιβάλλοντος πρέπει να αποκτήσει ευαισθησίες και στρατηγικές που να οδηγούν στη συμβίωση διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων και να ενισχύουν την ισότιμη συμμετοχή όλων των εκπαιδευομένων.» (Μπεζάτη, Θεοδοσοπούλου, 2006:182)

Σε γενικές γραμμές, όταν κανείς μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα, οι δεξιότητες στις οποίες εξασκείται είναι 4:

  1. Παραγωγή προφορικού λόγου
  2. Παραγωγή γραπτού λόγου
  3. Κατανόηση προφορικού λόγου
  4. Κατανόηση γραπτού λόγου

Δηλαδή, μαθαίνει να μιλάει, να γράφει, να καταλαβαίνει και να διαβάζει στη δεύτερη γλώσσα. Σύμφωνα με τον Nation (2007: 1) οι δραστηριότητες σε ένα γλωσσικό μάθημα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:

  1. στο γλωσσικό εισαγόμενο (: ό,τι ακούει και διαβάζει ο μαθητής στη γλώσσα-στόχο)
  2. στο γλωσσικό εξαγόμενο (: ό,τι «παράγει» γραπτά και προφορικά στη γλώσσα-στόχο)
  3. στη γλωσσοκεντρική εκμάθηση (: η γραμματική, το λεξιλόγιο, η προφορά, η ορθογραφία και ό,τι έχει να κάνει με τη μορφή της γλώσσας)
  4. στην ανάπτυξη γλωσσικής ευχέρειας (: ο μαθητής εξασκεί όσα ήδη γνωρίζει, ώστε να τα κατακτήσει εις βάθος)

Συνεχίζοντας, αναφέρει ότι σε ένα καλά σχεδιασμένο μάθημα θα πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ όλων των παραπάνω, δίνοντας ίσο περίπου χρόνο για κάθε δραστηριότητα.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων, ο διδάσκων κάνει χρήση ποικίλων εργαλείων, πέρα από τα βιβλία, τα οποία φυσικά είναι απαραίτητα στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι παραδοσιακές διδακτικές μέθοδοι μπορούν να συνδυαστούν με νεότερες, περισσότερο επικοινωνιακές αλλά και με την χρήση γλωσσικών παιχνιδιών και βιωματικών τεχνικών. Ο κάθε μαθητής είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος και μαθαίνει με διαφορετικό τρόπο. Γι’αυτό, η χρήση του συνδυασμού διδακτικών τεχνικών είναι απαραίτητη, ώστε να εξασκηθούν όλες οι δεξιότητες αλλά και για να συμπεριληφθούν όλοι οι τύποι μάθησης. Επίσης, η γλώσσα, εκτός από γραμματική, λεξιλόγιο, σύνταξη αποτελεί κι έναν ολόκληρο κόσμο, μια νέα κουλτούρα. Εξίσου σημαντικό κομμάτι, λοιπόν, πέρα από την τυπική δομή της γλώσσας είναι να συμπεριλαμβάνεται στο μάθημα κι ένα κομμάτι επαφής και αναγνώρισης, αλλά και ανταλλαγής πολιτισμών και κουλτούρας.

Πέρα από το γλωσσικό μάθημα αυτό καθαυτό, η σχέση μεταξύ διδάσκοντος και μαθητών, η σύνθεση και οι ανάγκες των μαθητών είναι όσα τελικά καθορίζουν το επί μέρους περιεχόμενο, την εξέλιξη και την πρόοδο μιας ομάδας. Ο διδάσκων λαμβάνει υπόψη του παραμέτρους όπως το γλωσσικό επίπεδο, τον αλφαβητισμό των μαθητών, τις συνθήκες διαβίωσης της καθημερινότητάς τους, το μορφωτικό τους επίπεδο, την σύνθεση των ανθρώπων που αποτελούν το τμήμα.

Πρώτος στόχος του διδάσκοντος είναι να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα κι ένα κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε να μπορούν στην πορεία να επιτευχθούν και οι μαθησιακοί-γλωσσικοί στόχοι.

Από την άλλη, και ο ίδιος ο διδάσκων προέρχεται από μια συγκεκριμένη κουλτούρα, συνήθως την κυρίαρχη της χώρας και ως άνθρωπος διακατέχεται από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Είναι ανάγκη, λοιπόν, κι ο ίδιος να είναι ανοιχτός και έτοιμος να τα βάλει όλα αυτά στην άκρη και να τα αναθεωρήσει.

Στην μη τυπική εκπαίδευση, υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά στο αναλυτικό πρόγραμμα, το εκπαιδευτικό υλικό, τις ώρες των μαθημάτων. Αυτό δίνει στον εκπαιδευτικό ελευθερία και ευκαιρία για περεταίρω δημιουργία, ώστε να κρίνει ο ίδιος και να προσαρμόσει το μάθημά του στις εκάστοτε ανάγκες, κάτι το οποίο είναι και το ζητούμενο. Επίσης, δεν υπάρχει η πίεση χρόνου για συγκεκριμένη ύλη και οι εξετάσεις δεν είναι υποχρεωτικές.    

Εν κατακλείδι

Η διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης / ξένης γλώσσας είναι ένα ταξίδι, μια εμπειρία ζωής και γνώσης. Ο διδάσκων μαθαίνει τη γλώσσα και την κουλτούρα του βαθύτερα, αλλά έρχεται σε επαφή με γλώσσες και πολιτισμούς από όλο τον κόσμο. Οι διδάσκοντες έρχονται να μάθουν μια γλώσσα και τελικά μαθαίνουν κι εκείνοι έναν καινούριο κόσμο, πολλές κουλτούρες και εντοπίζουν διάφορα στοιχεία του δικού τους πολιτισμού. Όλη αυτή η ζύμωση έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται σχέσεις, να γνωρίζει ο καθένας κάτι για τον εαυτό του, κάτι για τον άλλον κι έτσι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, να αποδέχεται τον «άλλον» και το διαφορετικό. Μέσα, από αυτές τις σχέσεις, το γέλιο, τις διαφορές, τις ομαδικές δραστηριότητες επιτυγχάνεται τελικά η εκμάθηση της γλώσσας αλλά και η επίτευξη της ένταξης.

* Η Δάφνη παπαστυλιανού είναι εκπαιδεύτρια της ελληνικής γλώσσας στο Ελληνικό Συμβούλιο για Πρόσφυγες (GCR)

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΕΟΠΠΕΠ, Τράπεζα Θεμάτων (2014), Πιστοποίηση εκπαιδευτικής επάρκειας Εκπαιδευτών Ενηλίκων της Μη Τυπικής Εκπαίδευσης. Αθήνα  http://www.eoppep.gr/images/Anakoinwseis/Trapeza_thematon_2014.pdf
  • Μπεζάτη Θ., Θεοδοσοπούλου Μ., (2006). Στόχοι της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και ο ρόλος της εκπαίδευσης ενηλίκων. Δια Βίου Μάθηση για την Ανάπτυξη, την Απασχόληση και την Κοινωνική Συνοχή: Πρακτικά Συνεδρίου, Βόλος, 31 Μαρτίου – 2 Απριλίου 2006, σελ. 181 – 186
  • Μπέλλα Σ. (2011),  Η δεύτερη γλώσσα, κατάκτηση και διδασκαλία. Αθήνα. Εκδ. Πατάκης
  • Nation P. (2007). The Four Strands. Innovation in Language Learning and Teaching 1, 1-12
  • UNHCR and IDC (2016), Vulnerability Screening Tool, https://www.unhcr.org/protection/detention/57fe30b14/unhcr-idc-vulnerability-screening-tool-identifying-addressing-vulnerability.html