«Βιβλιοκριτική» στη Βιοτεχνία Υαλικών, Ιάσων Χατζόπουλος - Β'2 Λυκείου

Ο μαθητής παρουσιάζει , ερμηνεύει και αξιολογεί το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Βιοτεχνία Υαλικών και δίνει μία πλήρη εικόνα για το βιβλίο που τιμήθηκε το  1975 με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας.

***

Η βιοτεχνία υαλικών εκδόθηκε στην Αθήνα και απέσπασε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1975.

Χώρος:

Κεντρικό πεδίο δράσης είναι η Αθήνα, όπου ο συγγραφέας αντιπαραθέτει το ευάλωτο άτομο απέναντι στη μοίρα αλλά και την ιστορία. Σε αυτή την πόλη που αναζητά τη μοντέρνα της ταυτότητα, ο Κουμανταρέας τοποθετεί τους ήρωές του και διηγείται την ατομική αλλά και συλλογική διάψευση των ονείρων και των προσδοκιών τους και στο πρόσωπό τους ο αναγνώστης αναγνωρίζει κομμάτια του εαυτού του.

Χρόνος:

Η ιστορία εκτυλίσσεται τα πέτρινα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά κάνει συχνά ιστορικές ανασκοπήσεις για γεγονότα που προηγήθηκαν με αναφορές τόσο στους μαυραγορίτες της κατοχής (ο θείος Αχιλλέας, το στίγμα μιας οικογένειας που είχε βγάλει αντάρτες στο βουνό), τις ατρόμητες γυναίκες της κατοχής που πολέμησαν τον εχθρό (θεία Ντίνα, που έκρυβε στην κατοχή τις χειροβομβίδες του γιού της), τους περήφανους ΕΠΟΝίτες (ο Πάρης ο μικρανεψιός), αλλά και στα σκληρά χρόνια μετά τον Εμφύλιο, με αναφορά σε φίλους και συναδέλφους που μαρτύρησαν στη Μακρόνησο, ή εξορίστηκαν στις Ανατολικές Χώρες μετά το τέλος του πολέμου.

Πρόσωπα:

Κύριο πρόσωπο του διηγήματος είναι η Μπέμπα και η διαδρομή προς το μικροαστικό συμβιβασμό της πάλαι ποτέ αγωνίστριας, με τη λευκή κορδέλα στα μαλλιά, που σκαρφάλωνε στις καρότσες με τους εργάτες, παρακινώντας τον κόσμο για κοινωνική αλλαγή.

Σιγά-σιγά τα ιδανικά ξεφτίζουν και η Μπέμπα προσπαθώντας να διατηρήσει στη ζωή τη μικρή βιοτεχνία που της άφησε ο πατέρας της, εξελίσσεται σε γνήσιο εκπρόσωπο του μικροαστισμού που τόσο πολέμησε στα νιάτα της. Συγχρόνως, στο πρόσωπό της περιγράφεται η χειραφετημένη γυναίκα που και λόγω χαρακτήρα αλλά και συνθηκών παίρνει τη ζωή στα χέρια της και απορρίπτοντας το ρόλο της παθητικής φιγούρας αποφασίζει να φύγει στην επαρχία προκειμένου να εισπράξει τα χρωστούμενα των πελατών της προσπαθώντας να κρατήσει ζωντανή την επιχείρησή της, επενδύει σε μετοχές και κοσμήματα τα όποια κέρδη της, αλλά και δεν διστάζει όταν το βιός της απειλείται να εκβιάσει το βιομήχανο Πουλόπουλο, αντιμετωπίζοντας τους άντρες του διηγήματος με ένα συνδυασμό κοφτερού μυαλού και γυναικείας τσαχπινιάς.

Ο Βλάσης, ο άντρας της, καταθλιπτικός και αιώνια ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στο σκληρό κόσμο της καθημερινότητας, που σιγά-σιγά απομυζά οποιαδήποτε ικμάδα της δύναμής του. Παρατηρεί βουβός τις αλλαγές στη γυναίκα του και συχνά ψάχνει να βρει το κορίτσι με τα ιδανικά που τον γοήτεψε στα χαρακτηριστικά της Μπέμπας, η οποία αντίθετα απ’ αυτόν αφήνεται να μεταλλαχτεί στο πνεύμα της νέας εποχής. Αυτή είναι και η βασική διαφορά τους και ο λόγος που αυτός καταρρέει ενώ η Μπέμπα επιβιώνει.

Ο Βάσος και ο Σπύρος, φίλοι κωμικοτραγικοί και άβουλοι, μαγκούφηδες αντιήρωες που σαν ετερόφωτοι αστερισμοί προσκολλώνται στο ζευγάρι. Όταν ο Βλάσης κλειστεί στη νευρολογική κλινική, κέντρο του κόσμου τους γίνεται η Μπέμπα. Αφελείς, παρασύρονται από τον Πουλόπουλο, βιομήχανο νέας κοπής, εκπρόσωπο της νέας αστικής τάξης, της απογυμνωμένης από οποιαδήποτε αίσθηση ηθικής που έχει σα μόνο στόχο τον πλουτισμό.

Ο Πουλόπουλος είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του αριβίστα που εμφανίζεται με θράσος στη μεταπολεμική Ελλάδα, ενώ οι αγνοί ιδεολόγοι είναι οι χαμένοι της νέας εποχής, που εκτοπίζονται στα ξερονήσια.

Αληθοφάνεια:

Οι συνεχείς αναφορές που κάνει ο Κουμανταρέας στα χρόνια που προηγήθηκαν της εποχής που αφηγείται και τα οποία σφράγισαν μια ολόκληρη γενιά, αλλά και οι λεπτομερείς περιγραφές ολόκληρων περιοχών, όπως το εργοστάσιο στο Γκάζι, που ο καπνός του φουγάρου του πνίγει την περιοχή, η Λεωφόρος Αθηνών, με τα μικρά μαγαζάκια που κλείνουν, η επαρχία, τόσο διαφορετική αλλά στο βάθος παρόμοια με την πρωτεύουσα, δίνουν μια αληθοφάνεια στη γραφή του και σε ταξιδεύουν σε μια Ελλάδα άγνωστη στους νεώτερους.

Διάλογος:

Η ψυχοσύνθεση των ηρώων του, αλλά και τα κυριότερα στοιχεία του χαρακτήρα τους αναδεικνύονται μέσα από τους διαλόγους, με κορυφαίο κατά τη γνώμη μου, το διάλογο μεταξύ Μπέμπας και Πουλόπουλου, όταν εκείνη καταφέρνει να στριμώξει τόσο αριστοτεχνικά το βιομήχανο, που κερδίζει το σεβασμό του, αλλά και την αναγνώριση εκ μέρους του, ενός ισάξιου αντίπαλου, ωθώντας τον στο σημείο να της επιστρέψει το περιδέραιο που κρατούσε ως ενέχυρο, σαν ένδειξη θαυμασμού και σύμβολο εκεχειρίας.

Μορφή:

Από πλευράς μορφής, η γλώσσα είναι σταθερή, πιο αστική και λιγότερο λαϊκότροπη, με τον ίδιο το συγγραφέα να παραδέχεται σε συνέντευξή του στο Βήμα, τον Αύγουστο του 2010, ότι σε όλα τα διηγήματα αντιμετωπίζει ως πρόκληση να φλερτάρουν οι λαϊκοί ήρωες με τη δική του γλώσσα και αισθητική.

Από πλευράς ύφους, ο ελεύθερος πλάγιος λόγος ενώνει υφολογικά τον ευθύ λόγο των προσώπων με τον πλάγιο της αφήγησης, καταργώντας τα εισαγωγικά με τα οποία μέχρι τότε προσδιόριζε τον ευθύ λόγο των ηρώων.

Επίσης τεμαχίζει τον ευθύγραμμο χρόνο της αφήγησης με ευρείες αναδρομές στο παρελθόν που τίθενται αντιστικτικά στο παρόν.

 

Ιάσων Χατζόπουλος