Η ύπαρξη ενός μόνο σχολικού εγχειριδίου και η υποχρεωτική χρήση του στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι κάτι που έχει απασχολήσει την εκπαιδευτική κοινότητα εδώ και αρκετά χρόνια. Ειδικά στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα, το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο αποτελεί απαράβατο κανόνα –πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων στις ξένες γλώσσες– ο οποίος ορίζει τη σχολική καθημερινότητα.
Όλοι, όμως, γνωρίζουν ότι ο εκπαιδευτικός που λειτουργεί σωστά και προς όφελος των μαθητών του, είτε στο ιδιωτικό σχολείο είτε στο ιδιαίτερο μάθημα είτε στο φροντιστήριο, δηλαδή σε κάθε μορφή εκπαίδευσης που υπόκειται σε σκληρή και ουσιαστική αξιολόγηση, δεν περιορίζεται στο σχολικό εγχειρίδιο με τον τρόπο που επιβάλλει το Υπουργείο Παιδείας. Αντίθετα, επιδιώκει με δικό του εκπαιδευτικό υλικό, με χρήση πολλών συγγραμμάτων και πηγών, με αξιοποίηση άλλων μέσων, να πετύχει το γνωστικό στόχο που έχει θέσει για τον μαθητή του. Το υλικό αυτό, προϊόν επίπονης εργασίας και ζωηρού ενδιαφέροντος του μάχιμου εκπαιδευτικού, το πολλαπλό βιβλίο όπως επικράτησε να λέγεται, θα έπρεπε να είναι ο «νόμος» που ορίζει την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η κατάργηση του υποχρεωτικού σχολικού εγχειριδίου (κάτι που ήδη συμβαίνει σε εκπαιδευτικά συστήματα προηγμένων χωρών) μπορεί να επιφέρει σημαντικά μαθησιακά αποτελέσματα υπό τον όρο ότι θα υπάρχουν δύο πολύ βασικές προϋποθέσεις: ο πραγματικός και έντονος μόχθος του εκπαιδευτικού-λειτουργού, που δε θα αρκείται πλέον στις προκατασκευασμένες «συνταγές», αλλά και η πολιτική του Υπουργείου να υποδεικνύει τους ενδεδειγμένους, από παιδαγωγική άποψη, μαθησιακούς στόχους και αποτελεσματικές κατευθυντήριες γραμμές και να υλοποιεί, κατά τρόπο αντικειμενικό, την ουσιαστική και πολύ αναγκαία –ανύπαρκτη, δυστυχώς, στην Ελλάδα– αξιολόγηση.
Είμαστε έτοιμοι άραγε να συζητήσουμε και να προβληματιστούμε για τέτοιες δομικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα; Ή μήπως η υποχρεωτικότητα και η απουσία δυνατότητας επιλογής διευκολύνουν όλες τις πλευρές;