Π.Β.Πάσχος, Εναγώνιος Αγώνας

biblia-2

με τη Λέξη, το Βίο, τον Ουρανό

001

Εκδόσεις Παρρησία, Αθήνα 2014, σ. 83

Παρουσίαση από τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο*

Ο Π.Β. Πάσχος γεννήθηκε στη Λευκοπηγή Κοζάνης το 1933 και σπούδασε στην Αθήνα, το Παρίσι και την Οξφόρδη. Διετέλεσε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. από το 1972 έως το 2000. Ακόμη και σήμερα συνεχίζει τις παραδόσεις του σε μεταπτυχιακούς φοιτητές στην Υμνολογία και στην Κριτική Εκδόσεως Αρχαίων Κειμένων. Σε εκδήλωση προς τιμήν του, ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης μεταξύ άλλων είπε ότι πρόκειται για: « …έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο που τίμησε και τιμά το λειτούργημα ενός εμπνευσμένου και εμπνέοντος με τα γραπτά του θεολόγου, τίμησε και τιμά το διακόνημα ενός σύγχρονου κήρυκος της Χριστιανικής αλήθειας σε ευρέα στρώματα πιστών οι οποίοι αναζητούν αγωνιωδώς στηρίγματα πνευματικά και δρόμους στερέωσης της πίστεως.»*

Ο καθηγητής πατήρ Γ. Μεταλληνός εύστοχα τονίζει τα δύο πεδία της προσφοράς του Β.Π. Πάσχου «… επί δεκαετίες μας φωτίζει και μας ευφραίνει με τον επιστημονικό του λόγο, τη λογοτεχνική και ιδιαίτερα την ποιητική του προσφορά…»*

Μελετητής του Παπαδιαμάντη, στο έργο του οποίου μυήθηκε από τον Κόντογλου, έχει επιρροές από τον άγιο των ελληνικών γραμμάτων. Τον Φ. Κόντογλου άλλωστε και τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο θεωρεί τους δυο δασκάλους του στη λογοτεχνία. Ο ίδιος εξηγεί τη σχέση του με τη Θεολογία και την Λογοτεχνία: « Έχω δυο πόδια. Το ένα ακουμπάει στη Θεολογία και το άλλο στη Λογοτεχνία. Δεν μπορώ να περπατήσω με το ένα πόδι. Περπατώ και με τα δύο. Και δεν θέλω το ένα να είναι εις βάρος του άλλου.»*

Ο «Εναγώνιος Αγώνας» είναι η δέκατη έβδομη ποιητική συλλογή του Π.Β.Πάσχου, γραμμένη με τη δύναμη της ωριμότητας. Με τις τρεις λέξεις που τονίζει στον υπότιτλο  «με τη Λέξη, το Βίο, τον Ουρανό» εκτός του ότι δηλώνει τα τρία μέρη της ποιητικής συλλογής, δικαιολογεί απόλυτα και γιατί ο «Αγώνας» είναι «Εναγώνιος». Και πώς να μην είναι, όταν αναμετράται με τη τέχνη του λόγου, με την αληθινή ζωή, με τον ίδιο τον Θεό.

Στο πρώτο μέρος με τον τίτλο «Πώς να σε ονομάσω;» περιέχονται είκοσι δύο ποιήματα με θέμα την ποιητική τέχνη και την αγωνία του ποιητή την ώρα της δημιουργίας. Ο τίτλος του πρώτου μέρους προέρχεται από το πρώτο ποίημα:

ΠΩΣ ΝΑ ΣΟΝΟΜΑΣΩ;

Ποίηση, πῶς νά σ’ ὀνομάσω πού ἒρχεσαι ἀπρόσκλητη
καί τρέφεσαι ἀπό το αἷμα μου καί πάντα
μέσ’ στήν ἀγρύπνια κατοικεῖς τοῦ σώματος;
Τό αἷμα σου κυκλοφορεῖ στίς λευκές νύχτες
χωρίς εμπόδια. Ξεφεύγεις ἀπό τοῦ παρόντος
τίς ἂσχημες παγίδες κι ἀνεβαίνεις στά ψηλότερα
σκαλιά τοῦ χρόνου. Οἱ καθρέφτες σου τα βλέμματα
τῶν οὐρανών αἰχμαλωτίζουν μέ τίς θεῖες λέξεις σου.
Τά χέρια σου ὃμοια μέ τήν ψυχή σου λαφροφτέρουγα
τό σῶμα τῶν ὀνείρων πλησιάζουν καί τ’ ἀγγίζουν
μέ ἂπειρη στοργή καί τρυφερότητα.
Τό πρόσωπό σου, ὦ ποίηση, μέσ’ στήν ἀγρύπνια μου
δέν μοῦ φανέρωσες ποτέ ὁλόκληρο. Μονάχα
σκιές σάν ἀστραπή περνοῦν καί χάνονται
εἰκόνες σου θαμπωτικές μέσα στό φῶς καί την ὁμίχλη…
 

Σύμφωνα με τον ποιητή η ποίηση ανεβάζει τον δημιουργό της στον ουρανό τραβώντας τον μέσα από την άβυσσο. Η σωτηρολογική διάσταση που δίνει ο ποιητής στην τέχνη του, εντείνει την αγωνία του αγώνα για τη δημιουργία της και του δίνει άλλο νόημα. Η Ποίηση είναι το μέσο της πορείας προς τον Ουρανό, της θέασης του κόσμου των αγγέλων, της συνάντησης με το αλλόκοσμο Φως.

Ο ποιητής, ως άλλος ασκητής −«Η έκφραση του στίχου, σαν το κομποσκοίνι…»−  πρέπει να αναζητήσει τη λέξη, για να συμπληρώσει τον στίχο, στις μνήμες με τις «ανεπανόρθωτες πτώσεις» και στην αθωότητα των παιδικών χρόνων.  Ο λυτρωτικός χαρακτήρας που προσδίδει ο ποιητής στην ποίηση έχει να κάνει με την έκφραση της συνειδητοποίησης της ταπεινότητας του ανθρώπου και τη δοξολογία της λαμπρότητας του Θεού. Η μοναχικότητα, η εγκαρτέρηση, η σιωπή, η προσευχή είναι οι αρετές που θα φέρουν τη «μυστική χαρά» η οποία θα απαλύνει τις «πληγές που από καιρό αιμορραγούσαν».

Ο επίπονος αγώνας με τις λέξεις θα «ματώσει» την ψυχή και θα την οδηγήσει «όλο και βαθύτερα» αναγκάζοντάς την να πετάξει ό,τι περιττό, ώστε να παλέψει με το σκοτάδι. Η γραφή της ποίησης, κατά τον Π.Β.Πάσχο, δεν είναι παρά ένας αγώνας ενάντια στον θάνατο, μια πορεία προς την Ανάσταση. 

Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο «Η θάλασσα του Βίου», περιλαμβάνονται είκοσι δύο πάλι ποιήματα στα οποία ο ποιητής κάνει έναν ιδιότυπο απολογισμό της ζωής, ως μια εξομολόγηση στον αναγνώστη. Η ενδοσκόπηση αυτή οδηγεί στην συνειδητοποίηση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, που αποκτά νόημα μόνο όταν νιώσει τη «δίψα … για τα θεία πράγματα…» Στην περιδιάβαση αυτή στον βίο του ποιητή συναντούμε οικογενειακές στιγμές,  αγαπημένα και οικεία του πρόσωπα, παιδικές αναμνήσεις και βιώματα, εφηβικά όνειρα, φίλους που έφυγαν. Αυτοαναφορικός λόγος που όμως οδηγεί τον αναγνώστη στη συνάντηση με την αγωνία της ύπαρξης. Από «…πολλά σκοτάδια και πίκρες…», «…στείρες φαντασίες…» και ενώ δεν νιώθει «… πλήρως απαλλαγμένος από τα τσιμπήματα των τύψεων…»,  με την αγάπη κατορθώνει κι «ανεβαίνει ψηλότερα και πάει την ψυχή ως το παλάτι που Παραδείσου».

Ένας κύκλος, όπως όλα στη φύση, κι ο ανθρώπινος βίος. Μια πορεία που ξεκινά και επιστρέφει στις ημέρες εκείνες που ήταν  «όλο φως και αγάπη».

Στο τρίτο μέρος, με τίτλο «Πατρίδα μου ο Ουρανός», είκοσι δύο ποιήματα περιμένουν τον αναγνώστη να τον οδηγήσουν στο τελευταίο μέρος μιας πορείας προς την ολοκλήρωση, η οποία ξεκίνησε από τον λυτρωτικό αγώνα της δημιουργίας, πέρασε από τον απολογισμό του βίου και τώρα κατευθύνεται στην ανεύρεση του αληθινού νοήματος. Εδώ τα ποιήματα απευθύνονται, δοξολογώντας τον, στον Θεό και ζητούν το έλεός Του στον δρόμο προς τη σωτηρία. Έναν δρόμο που δεν μπορεί ο άνθρωπος μόνος του να διαβεί, όσο κι αν θέλει να γυρίσει εκεί που «… ο ουρανός είναι η ζεστή πατρίδα …». Αυτή η «… επιθυμητή συνάντηση…» μαζί Του προϋποθέτει, σύμφωνα με τον ποιητή, την κάθοδο στα βάθη της υπάρξεως. Κι ο ποιητής ως ψάλτης και λειτουργός πια, με τη μετάνοια θα υψώσει πάλι το Ιερό Θυσιαστήριο. Η αγωνία του θανάτου εκφράζεται όχι ως αγωνία για τον ίδιο το θάνατο, αλλά για την συνάντηση μαζί του ενώ συνεχίζεται η «… ομηρεία στα κάτεργα των σκοτεινών δυνάμεων…».  Κι ο ποιητής, με ξεγυμνωμένη την ψυχή στον τελευταίο στίχο, ζητά να μην τον βρει η φθορά κι ο θάνατος «… στης απιστίας και της αμαρτίας τα σκοτάδια.». Πρόκειται, λοιπόν, για την αγωνία της ολοκλήρωσης της πορείας προς τον Ουρανό.

Αν και διακριτά τα τρία μέρη της ποιητικής συλλογής, τα θέματά τους αλληλοπεριέχονται. Αναπόσπαστα το ένα από το άλλο, εκφράζουν την αγωνία του ποιητή για τον αγώνα της ζωής, η οποία πρέπει να οδηγεί στην αληθινή ζωή, στον Ουρανό.  

Χρησιμοποιώντας πολλές φόρμες και διαφορετικές τεχνικές ο Π.Β.Πάσχος ενδιαφέρεται περισσότερο για ό,τι θέλει να εκφράσει, παρά για το μέσο με το οποίο θα το κάνει αυτό. Πηγαίος και αυθεντικός ο λόγος του ανανεώνει τους υμνολογικούς κανόνες, φέρνοντας ένα νέο ύφος στην ποίηση που υμνεί και δοξολογεί τον Θεό. Τα ποιήματά του ως μια άλλη εξομολόγηση, μεστά νοημάτων και περιεχομένου, θα κάνουν τον αναγνώστη να στοχαστεί, να αναλογιστεί τον βίο του και να αναζητήσει το νόημα της ύπαρξης.

«Τα ποιήματα τα οποία γράφω είναι πολλές φορές επηρεασμένα από την υμνογραφία την οποία διδάσκω στο Πανεπιστήμιο. Και η υμνογραφία δεν είναι άλλο από την ποίηση των Βυζαντινών… Αυτή η παράδοση της Εκκλησίας, η υμνογραφία της, συνεχώς τροφοδοτεί τις εμπνεύσεις των χριστιανών λογοτεχνών και ποιητών και, επομένως, επιδρά στην ευσέβεια, την πίστη των χριστιανών: η πίστη στη λογοτεχνία και η λογοτεχνία στην πίστη.*»

*Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος είναι Εκπαιδευτικός, Διευθυντής του Δημοτικού της Σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου-Συγγραφέας

* Δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο ολόκληρη τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Πάσχος στον Σ. Ν. Κοδέλλα.

http://www.kapodistriako.uoa.gr/stories/070_in_01/index.php?m=2