Ο ρόλος των φυσικών επιστημών στην εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία στην πρώτη σχολική ηλικία

dimitriou

της Αναστασίας Δημητρίου*

Εισαγωγή

Η σοβαρότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες, οδήγησε στην αναγκαιότητα εφαρμογής συγκεκριμένων στρατηγικών σε διεθνές επίπεδο, για την αντιμετώπισή τους. Για τη διαμόρφωση των στρατηγικών αυτών, πραγματοποιήθηκαν ποικίλες διεθνείς διασκέψεις, στις οποίες η εκπαίδευση αναγνωρίστηκε ως κρίσιμο μέσο για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και την προστασία του περιβάλλοντος στην προοπτική της αειφορίας[1].

Απώτερος σκοπός των διασκέψεων αυτών ήταν η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη και η επίτευξη αποτελεσματικότερης και δίκαιης ανάπτυξης με γνώμονα την αειφορία και την προστασία του περιβάλλοντος.

Η έννοια της ‘αειφορίας’ επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Κεντρική στη διαμόρφωση του περιεχομένου της είναι η ιδέα της διατήρησης του περιβάλλοντος (φυσικού και ανθρωπογενούς) για τη συνέχιση της ζωής των γενεών του παρόντος και των μελλοντικών. Η ιδέα αυτή οφείλει να διέπει οποιαδήποτε μορφή ανάπτυξης, προκειμένου να είναι αειφόρος, καθώς αυτή οφείλει να πραγματοποιείται μέσα στα όρια που θέτουν τα φυσικά οικοσυστήματα, με σκοπό αυτά να διατηρούνται. Σημειωτέον ότι η ανάπτυξη που επιδιώκεται στην προοπτική της αειφορίας, δεν εννοείται απλώς ως οικονομική μεγέθυνση, δηλαδή το οικονομικό κέρδος, αλλά η ανάπτυξη εκείνη που λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική ποιότητα και την κοινωνική συνοχή (Barry, 2004. Jacobs, 2004. Miller, 2004. Orr, 1992. Φλογαΐτη, 2006).

Οι παραπάνω αρχές υποδεικνύουν τον περιβαλλοντικό/οικολογικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της αειφορίας και της αειφόρου ανάπτυξης. Η περιβαλλοντική/οικολογική αειφορία υποστηρίζει την άρρηκτη σύνδεση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, με γνώμονα τα όρια που θέτουν οι οικολογικές διεργασίες εντός και μεταξύ των φυσικών συστημάτων. Εμπεριέχει την έννοια της φέρουσας[2] ικανότητας και των ορίων αντοχής των οικοσυστημάτων, του οικολογικού αποτυπώματος[3] και την αρχή της  πρόληψης, δηλαδή της γνώσης των συνεπειών στο περιβάλλον από ανθρώπινες δραστηριότητες (Δημητρίου, 2009).

Η ιδέα της κοινωνικής αειφορίας συνδέεται με τη δικαιοσύνη και τη συμμετοχή. Επιδιώκεται η διαγενεακή δικαιοσύνη για τη διασφάλιση των αναγκών των τωρινών και μελλοντικών αναγκών, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προστασία του περιβάλλοντος. Παράλληλα, εστιάζεται στην ίση κατανομή των φυσικών πόρων και την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων (πείνα, φτώχια). Επιδιώκει τη συμμετοχή των πολιτών σε δημοκρατικές διαδικασίες  για τη συν-δημιουργία της ανάπτυξης.  Η προσέγγιση αυτή καθιστά τους πολίτες σε προσωπικό και συνολικό επίπεδο υπεύθυνους για την προστασία του περιβάλλοντος και συν-υπεύθυνους στη δημιουργία του μέλλοντος (Δημητρίου, 2009).

Στην εργασία αυτή συζητείται[4] ο ρόλος των φυσικών επιστημών και της εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες στην προαγωγή των αρχών και των προσδοκιών της εκπαίδευσης για το περιβάλλον και την αειφορία[5].

Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία

Η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία αποτελεί βασική προτεραιότητα για το σύγχρονο σχολείο. Όπως έχει αναφερθεί και αλλού, σκοπός της είναι η καλλιέργεια πολιτών ικανών να αναγνωρίζουν και να κατανοούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα, εφοδιασμένων με γνώσεις, αξίες και ικανότητες, ώστε να σχεδιάζουν στρατηγικές και να συγκροτούν δράσεις για την  αντιμετώπισή τους στην προοπτική της περιβαλλοντικής και κοινωνικής αειφορίας (Δημητρίου, 2009).

Τα περιβαλλοντικά προβλήματα είναι πολυδιάστατα, πολυσύνθετα ενώ προσδιορίζονται από ποικίλους παράγοντες και τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Περικλείουν φυσικοχημικούς, βιολογικούς, οικολογικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, και πολιτικούς παράγοντες, στοιχεία και δεδομένα τα οποία αλληλοσυσχετίζονται, αλληλεπιδρούν, αλληλοεπηρεάζονται και συχνά αλληλοσυγκρούονται. Τα προβλήματα αυτά είναι αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκήθηκαν στους φυσικούς πόρους και την πρόκληση μεταβολών σε διάφορες φυσικές και οικολογικές διαδικασίες και μηχανισμούς, εξαιτίας των αναπτυξιακών επιλογών των κοινωνιών. Οι αιτίες των προβλημάτων αυτών βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος ατομικά και οι κοινωνίες στο σύνολο τους, μέσα από τις καθημερινές πρακτικές και αναπτυξιακές επιλογές  αλληλεπιδρούν με το φυσικό και διαμορφώνουν το ανθρωπογενές περιβάλλον. Συνδέονται με τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη σχέση «ανθρώπου-φύσης-κοινωνίας» ή με άλλα λόγια, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, τη φύση, τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας (Δημητρίου, 2009).

Η φύση αυτή των περιβαλλοντικών ζητημάτων και προβλημάτων καθιστά την προσέγγιση τους μια σύνθετη διαδικασία η οποία απαιτεί, μεταξύ άλλων, την εμβάθυνση στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, τα στοιχεία που τα συνιστούν και την κριτική θεώρηση των μεταξύ τους σχέσεων, των ποικίλων παραγόντων, των δεδομένων, των  εξηγήσεων και των συγκρούσεων που εμπεριέχονται σε αυτά (Δημητρίου, 2009).

Στο πλαίσιο αυτό, η προσέγγιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων απαιτεί, μεταξύ άλλων, την καλλιέργεια ατόμων με κριτική και συστημική σκέψη. Με άλλα λόγια ατόμων ικανών να προσεγγίζουν ολιστικά το περιβάλλον,  να κατανοούν τον τρόπο  με τον οποίο οι ανθρώπινες επιλογές, οι τρόποι ζωής και οι αξίες επηρεάζουν τη λειτουργία του και δημιουργούν τα συναφή προβλήματα (Orr, 1992. Tilbury & Ross, 2006. Φλογαΐτη, 2006. Δημητρίου, 2009).

Κριτική και συστημική σκέψη για την ολιστική μελέτη των περιβαλλοντικών ζητημάτων

Η κριτική σκέψη είναι μία διαδικασία στην οποία το άτομο που συμμετέχει λειτουργεί τόσο σε νοητικό όσο και συναισθηματικό επίπεδο στην προσέγγιση ενός ζητήματος, προκειμένου να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα, κρίσεις, διαπιστώσεις και επιλογές. Στη διαδικασία αυτή, το άτομο, επεξεργάζεται και αναλύει δεδομένα και πληροφορίες με λογικό τρόπο, διασαφηνίζει έννοιες και καταστάσεις, κατανοεί τις προσωπικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις, καθώς και εκείνες των άλλων και τις αξιολογεί. Επίσης αξιολογεί και αμφισβητεί προκαταλήψεις (Facione, 2007. Jones,  Merritt & Palmer, 1999. Tilbury & Ross, 2006).

Σύμφωνα με τον Facione (2007), η ερμηνεία, η ανάλυση, η εξαγωγή συμπερασμάτων, αποτελούν ορισμένα από τα βασικά στοιχεία τα οποία συνιστούν τον πυρήνα της κριτικής σκέψης. Τα στοιχεία αυτά, αποτελούν κεντρικές διεργασίες της επιστημονικής μεθόδου και της επιστημονικής σκέψης που συνιστούν τον πυρήνα της εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες.

Η συστημική σκέψη συνιστά ένα τρόπο θεώρησης ενός ζητήματος, γεγονότος, κατάστασης ή προβλήματος με όρους συστήματος. Βασίζεται δηλαδή, στη θεμελιώδη παραδοχή ότι κάθε τι συνιστά ένα “σύστημα” το οποίο αλληλεπιδρά (επηρεάζει και επηρεάζεται) με τα πράγματα που υπάρχουν γύρω από αυτό, τα οποία επίσης συνιστούν “συστήματα”. Στοιχειοθετείται από δύο συμπληρωματικές διαδικασίες, την αναλυτική και τη συνθετική  σκέψη. Η πρώτη βοηθά στην κατανόηση των μερών ενός συστήματος. Η δεύτερη βοηθά στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα μέρη αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσα στο σύστημα που εμπεριέχονται αλλά και με τα άλλα που το περιβάλλουν (Δημητρίου, 2009).

Εκπαίδευση στις φυσικές επιστήμες, περιβάλλον και αειφορία

Οι φυσικές επιστήμες είναι οι κατεξοχήν επιστήμες που ασχολούνται με έννοιες και φαινόμενα του φυσικού περιβάλλοντος ενώ τα επιτεύγματά τους αξιοποιούνται από την κοινωνία και εφαρμόζονται για τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής και των συστημάτων που υποστηρίζουν τη ζωή. Παρέχουν κρίσιμη επιστημονική γνώση για τη λειτουργία των φυσικών συστημάτων και την ολιστική προσέγγισή τους, που είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί για την κατανόηση των σχέσεων αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης που διέπουν τη λειτουργία του φυσικού κόσμου καθώς και τις σχέσεις του τελευταίου με το ανθρωπογενές, το κατασκευασμένο από τον άνθρωπο, περιβάλλον.

Ο φυσικός κόσμος, στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών, μελετάται ως ολότητα που συνίσταται  από επιμέρους συστήματα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, επομένως υποστηρίζεται και θεμελιώνεται εντέλει η συστημική θεώρηση του κόσμου που μας περιβάλλει. Για τη μελέτη του κόσμου εφαρμόζονται επιστημονικές διαδικασίες που συνιστούν τον πυρήνα της κριτικής σκέψης παρέχοντας στα άτομα εργαλεία για τη συγκέντρωση και επεξεργασία επιστημονικών δεδομένων και πληροφοριών απαραίτητων για την εκτίμηση περιβαλλοντικών καταστάσεων και τη διερεύνηση εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισής τους. Η γνώση και κατανόηση επιστημονικών εννοιών και διαδικασιών αποτελούν, μεταξύ άλλων, απαραίτητα εφόδια για τα άτομα ώστε να είναι ικανά για τη λήψη αποφάσεων και τη συγκρότηση δράσεων για την προστασία και την αειφόρο λειτουργία του περιβάλλοντος.

Επιπλέον, το πεδίο της εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες, παρέχει ερευνητικά δεδομένα που αφορούν το περιεχόμενο και τη δομή της γνωστικής βάσης των παιδιών για τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου και αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά κατανοούν τον κόσμο που τα περιβάλλει.  Η αξιοποίηση των δεδομένων αυτών συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη εκπαιδευτικών παρεμβάσεων για το περιβάλλον και την αειφορία ειδικότερα στην προσχολική και πρώτη σχολική ηλικία και τούτο γιατί οι εμπειρίες που αποκτούν τα μικρά παιδιά διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των αντιλήψεων τους για το περιβάλλον, στην ενίσχυση συναισθημάτων και τη διαμόρφωση στάσεων, αξιών και προτύπων συμπεριφοράς στην αειφόρο διαχείριση και προστασία του (ενδ. Wilson, 1994. 1996). Στην κατεύθυνση αυτή, επιδιώκεται ο εμπλουτισμός των εμπειριών των παιδιών για τη φύση και το περιβάλλον, για την καλλιέργεια της σχέσης τους με τον κόσμο, την ανάπτυξη γνώσεων, την καλλιέργεια του ενδιαφέροντος τους όσο την κατανόηση της επίδρασης των ατομικών και συλλογικών ενεργειών  στην περιβαλλοντική ποιότητα.

Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας είναι δραστήρια και με περιέργεια. Οτιδήποτε τα περιβάλλει αξίζει για εκείνα διερεύνησης με όλες τις αισθήσεις τους. Είτε πρόκειται για την παρατήρηση ενός στοιχείου του περιβάλλοντος είτε πιο σύνθετων φαινόμενων, τα παιδιά, εξερευνούν και κάνουν συνδέσεις. Αρχίζουν να κατανοούν τον εαυτό τους, την ατομικότητά τους  και τους άλλους. Αρχίζουν να οικοδομούν τις μεταξύ τους σχέσεις και τις σχέσεις μεταξύ των ιδίων και του κόσμου που τους περιβάλλει.  Με αυτήν την έννοια, είναι σημαντικό να παρέχονται ευκαιρίες στην εκπαίδευσή τους  ώστε να αναπτύξουν την αίσθηση του ενδιαφέροντος για τη φύση και το περιβάλλον και να καλλιεργήσουν την αίσθηση ότι αποτελούν μέρος του.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι δυνατόν να συμβάλει η ανάπτυξη εκπαιδευτικών παρεμβάσεων στο πλαίσιο των φυσικών επιστημών για την κατανόηση του άμεσου περιβάλλοντος τους, που να παρέχουν ευκαιρίες στα παιδιά να  διατυπώνουν υποθέσεις, εξηγήσεις και σχέσεις αιτιότητας για τη λειτουργία του κόσμου που τα περιβάλλει, που να καλλιεργούν παράλληλα προβληματισμούς για τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων μας στο περιβάλλον. Το τελευταίο είναι δυνατόν να συμβάλει στην αντίληψη του ατόμου ως μέρους του συνόλου και στην κατανόηση των επιπτώσεων των ενεργειών και δραστηριοτήτων των ατόμων στην ποιότητα του περιβάλλοντος.  

Στη μελέτη των περιβαλλοντικών προβλημάτων,  είναι δυνατή η καλλιέργεια ενεργών πολιτών με την ανάπτυξη παρεμβάσεων που δίνουν την ευκαιρία στα παιδιά να συμμετέχουν σε δημοκρατικές διαδικασίες και να αναπτύσσουν ικανότητες δράσης. Η συμμετοχή του παιδιού σε αυτές τις διαδικασίες παρέχει τη δυνατότητα να μοιραστεί τις σκέψεις και τις απόψεις του, να συνεργαστεί με τους άλλους και να αναπτύξει συλλογικές δράσεις. Η συνεργασία με τους άλλους ενισχύει την έννοια της κοινότητας και τη σημασία της αλληλοβοήθειας στην επίτευξη των κοινών στόχων.

Στην κατεύθυνση αυτή οι φυσικές επιστήμες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο και διαθέτουν τα εργαλεία για την εκπαίδευση των παιδιών για το περιβάλλον και την αειφορία και ειδικότερα στην κατανόηση βασικών διαστάσεων της, όπως μεταξύ άλλων:

  • Την έννοια του συστήματος: Τα παιδιά μαθαίνουν για τα συστήματα: την κοινότητα των ανθρώπων, την κοινότητα των ζωϊκών οργανισμών και των φυτών. Την ανάδειξη της έννοιας της φέρουσας ικανότητας, των ορίων αντοχής και της πολυπλοκότητας των φυσικών συστημάτων, στοιχεία που όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελούν βασικές αρχές για την αειφόρο λειτουργία του περιβάλλοντος.
  • Έννοια αλληλεξάρτησης: Οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους και με το φυσικό περιβάλλον. Οτιδήποτε τρώμε, πίνουμε, καταναλώνουμε έρχονται από τη φύση, επομένως επηρεάζουμε τη φύση. Η ανάδειξη της σχέσης αυτής είναι δυνατόν να εδραιώσει τη σημασία του την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ανθρώπινες επιλογές, τρόποι ζωής και αξίες επηρεάζουν τη λειτουργία του περιβάλλοντος και δημιουργούν συναφή προβλήματα.
  • Την αξία του φυσικού περιβάλλοντος ως μέρος του τόπου διαβίωσης: Η φύση είναι μέρος του τοπικού περιβάλλοντος, είτε αυτό είναι η αυλή, το πάρκο, η γειτονιά, η πόλη. Η κατανόηση της αξίας αυτής είναι δυνατόν να καλλιεργήσει την υπευθυνότητα για την προστασία και την αειφόρο λειτουργία του.
  • Ανάδειξη της άμεσης σύνδεσης μας με το περιβάλλον: άμεσες εμπειρίες με υλικά από τη φύση, παρατήρηση των φυσικών στοιχείων στο φυσικό τους περιβάλλον, μελέτη του άμεσου περιβάλλοντος των παιδιών.
    • την αξιοποίηση του τοπικού περιβάλλοντος ως βασικού χώρου για την μελέτη της ποιότητας του
    • τη μελέτη του σχολικού κτηρίου και του σχολικού περιβάλλοντος για την εφαρμογή αειφόρων πρακτικών και ενεργειών που διασφαλίζουν την ποιότητα του
  • Την καλλιέργεια αειφορικών αξιών: της αλληλεγγύης, της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, της άρσης κοινωνικών ανισοτήτων εξαιτίας της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η μελέτη των περιβαλλοντικών προβλημάτων, κάτω από το πρίσμα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο της εκπαίδευσης στις φυσικές επιστήμες ενισχύει τον κοινωνικό της ρόλο ειδικότερα στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των ατόμων και τη διασφάλιση της ατομικής και δημόσιας υγείας. Συνεπώς, τη συμβολή της στη διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ειδικότερα το δικαίωμα στην υγεία και την ευημερία (Dimitriou & Christidou, 2010). Οι προσεγγίσεις αυτές παρέχουν νέες προοπτικές στην εκπαίδευση στις φυσικές επιστήμες όπως μεταξύ άλλων:
    • την εφαρμογή επιστημονικών εργαλείων και γνώσεων για την εκτίμηση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης και των επιπτώσεων της στην υγεία 
    • την ανάπτυξη εργαλείων για τη μελέτη και αποτίμηση εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης του περιβάλλοντος που να διασφαλίσουν το δικαίωμα των ατόμων στην ασφάλεια και την υγεία
    • την εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων για τη μελέτη του περιβάλλοντος ως συστήματος που εμπεριέχει επιμέρους φυσικά συστήματα όσο και κοινωνικά και την κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων
    • την προώθηση της ιδέας του κοινωνικού ρόλου της επιστήμης και την άμεση σύνδεση των εφαρμογών της (τεχνολογία) για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών ανισοτήτων

 

Τα παραπάνω ζητήματα είναι δυνατόν να αναπτυχθούν στο σχολείο με την εφαρμογή εκπαιδευτικών παρεμβάσεων που σχετίζονται με ποικίλα θέματα των φυσικών επιστημών όπως μεταξύ άλλων:

  • Χρήση φυσικών πόρων για την παραγωγή προϊόντων – Κατανάλωσης – επαναχρησιμοποίηση – ανακύκλωση υλικών συσκευασίας και άλλων προϊόντων.
  • Εξοικονόμηση ενέργειας – κτήρια, μηχανές, μέσα μεταφοράς, ηλεκτρικές συσκευές-  ήπιες μορφές ενέργειας
  • Μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα – ενέργεια, μεταφορές
  • Εξοικονόμηση νερού
  • Υγεία και ασφάλεια στο σχολικό περιβάλλον
  • Ανάπτυξη πρασίνου
  • Διατροφικές συνήθειες (καλλιέργεια προϊόντων)

Αντί επιλόγου

Όπως προκύπτει από τη συζήτηση που προηγήθηκε, η μελέτη των περιβαλλοντικών προβλημάτων, η μελέτη του περιβάλλοντος και των συναφών προβλημάτων στην προοπτική της αειφορίας, εμπεριέχει δύο κρίσιμες διαστάσεις. Επικεντρώνεται στη διερεύνηση των οικονομικών, κοινωνικών ή πολιτικών παραγόντων που καθορίζουν τις επιλογές των κοινωνιών ως προς τις απαιτήσεις τους πάνω στη βιόσφαιρα και των τρόπων (συμπεριλαμβανόμενης και της τεχνολογίας) που παρεμβαίνουν για την υλοποίησή τους. Παράλληλα επικεντρώνεται στη διερεύνηση του πώς οι τρόποι αυτοί επηρεάζουν τη λειτουργία της βιόσφαιρας, τι είδους αναδράσεις είναι δυνατόν να δημιουργήσουν, ποιες είναι οι επιπτώσεις τους και πώς αυτές επηρεάζουν στη συνέχεια την κοινωνία.

Η συζήτηση που προηγήθηκε αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η εκπαίδευση στις φυσικές στην εκπαίδευση των ατόμων για το περιβάλλον και την αειφορία. Και αυτό καθώς, μεταξύ άλλων, οι φυσικές επιστήμες  παρέχουν τα εργαλεία για την κατανόηση των οικολογικών συστημάτων και λειτουργιών τους αλλά, και τα εργαλεία για την κατανόηση του πως τα συστήματα αυτά αντιδρούν στις ανθρώπινες παρεμβάσεις που γίνονται σε αυτά. Με άλλα λόγια, παρέχουν τα εργαλεία κατανόησης των κυκλοτερικών σχέσεων αλληλόδρασης μεταξύ των συστημάτων, συμπεριλαμβανόμενου και του ανθρώπου, για την κατανόηση και την ερμηνεία του περιβάλλοντος στην προοπτική της ολιστικότητας και την προστασία του με όρους περιβαλλοντικής και κοινωνικής αειφορίας, που αποτελούν βασικές επιδιώξεις της εκπαίδευσης για το περιβάλλον και την αειφορία.

*Η Αναστασία Δημητρίου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φυσικών Επιστημών και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στο Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Πρωτοσχολική Ηλικία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Βιβλιογραφία

Δημητρίου, Α. (2009). Περιβαλλοντική εκπαίδευση: Περιβάλλον, αειφορία. Θεωρητικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Δημητρίου, Α. (2010). Οι αντιλήψεις μελλοντικών εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση:  Διαπιστώσεις και προοπτικές. Διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών – Έρευνα και Πράξη, 31-32, 7-28.

Φλογαΐτη, Ε. (2006). Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Φλογαΐτη, Ε. (2008). Η περιβαλλοντική εκπαίδευση. Στο: Β. Χατζηνικήτα (Επιμ.), Εισαγωγή στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον. Εκπαίδευση για το περιβάλλον (σελ. 15-41). Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Barry, B.(2004). Sustainability and intergenerational justice. Στο A. Dobson (2004) (ed). Fairness and futurity. Essays on environemtnal sustainability and social justice (σελ. 83-117).London: Oxford University Press

Dimitriou, Α. & Christidou, V. (2011). Causes and consequences of air pollution and environmental injustice as critical issues for science and environmental education In  M. Khallaf (Eds). The Impact of Air Pollution on Health, Economy, Environment and Agricultural Sources (σελ. 215-238). Croatia: InTech – Open Access Publisher.

Orr, D. (1992). Ecological Literacy: Education and the transition to a postmodern world. Albany: SUNY Press

Facione, P. A. (2007). Critical Thinking: What it is and why it counts. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: http://www.insightassessment.com/t.html (15/07/08).

Jacobs, M. (2004). Sustainable development: a contested concept. A. Dobson (ed). Fairness and futurity. Essays on environemtnal sustainability and social justice (21-54). London: Oxford University Press.

Jones, PC., Merritt, Q. & Palmer, C. (1999). Critical thinking and inderdisciplinary in envrionmental higher education: the case for epistimological and values awareness. Journal of Geography in Higher Education, 23 (3), 349-357.

Miller, D. (2004). Social justice and environmental goods. Στο A. Dobson (2004) (ed). Fairness and futurity. Essays on environemtnal sustainability and social justice (σελ. 118-150).London: Oxford University Press

Tilbury, D. & Ross, K. (2006). Living Change: Documenting good practice in Education for Sustainability in NSW. Macquarie University, Sydney, and Nature Conservation Council, NSW.

[1] Για περισσότερη συζήτηση για τις διεθνείς συναντήσεις που προσδιόρισαν το ρόλο της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της αειφορίας (ενδεικτικά Φλογαΐτη 2006, 2008. Δημητρίου 2009).

[2] Η φέρουσα ικανότητα είναι η δυνατότητα ενός οικοσυστήματος να υποστηρίζει επ’ αόριστον τους οργανισμούς που περικλείει χωρίς αυτό να υποβαθμίζεται. Σχετίζεται με τον μέγιστο αριθμό των ζωντανών οργανισμών που είναι δυνατόν να υποστηρίζει. Όταν ο αριθμός αυτός υπερβαίνει το μέγιστο των δυνατοτήτων του, ξεπερνιούνται τα όρια αντοχής του οικοσυστήματος και το τελευταίο υποβαθμίζεται (ή καταστρέφεται) εξαιτίας των ‘πιέσεων’ που δέχεται από τους οργανισμούς για την ικανοποίηση των αναγκών τους (τροφή, νερό, αέρα, έδαφος κλπ).

[3] Το οικολογικό αποτύπωμα, είναι ένας δείκτης ο οποίος μετρά το βαθμό στον οποίο επιδρούν οι κοινωνίες με τις δραστηριότητες τους σε κάθε επίπεδο πάνω στη βιόσφαιρα ως σύνολο, για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών και ενεργειών σε επίπεδο διατροφής, κατοικίας, υπηρεσιών, μεταφορών και απορριμμάτων. Μετριέται σε εκτάρια (1 εκτάριο =10 στρέμματα). Ουσιαστικά μετράει τις εκτάσεις παραγωγικής χερσαίας και θαλάσσιας επιφάνειας που απαιτούνται από ένα άτομο, μία κοινότητα ή έναν πληθυσμό, για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών.

[4] Η σχετική συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο της εργασίας αυτής λόγω του περιορισμού της έκτασής της.

[5] Από το 1992, με τη διαμόρφωση της Agenda 21 η συζήτηση γύρω από τις έννοιες αειφορία και αειφόρος ανάπτυξη, εξελίσσεται δυναμικά και γίνεται εντονότερη, καθώς σήμερα αποτελούν κεντρικές έννοιες γύρω από τις οποίες προτείνεται η οργάνωση μιας σύγχρονης περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Μάλιστα περιθωριοποιείται ο όρος ‘Περιβαλλοντική εκπαίδευση’ και προτείνεται η αντικατάσταση του με όρους που ενσωματώνουν την αειφορία ή την ανάπτυξη.  Μεταξύ άλλων προτείνεται ο όρος ‘Εκπαίδευση για την Αειφορία’ ή ‘Εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία’ (Φλογαΐτη, 2006) ή ‘Εκπαίδευση για την αειφόρο ανάπτυξη[5]’, ή ‘Εκπαίδευση για ένα αειφόρο μέλλον[5]’. Ακόμη χρησιμοποιείται όρος περιβαλλοντική εκπαίδευση ταυτόσημα με τους παραπάνω ή σε συνδυασμό τους  (Orr, 1992. Tilbury & Ross, 2006). Υιοθετούμε τον όρο «εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία».