Νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή

gouland

Σαν να δανείστηκε το χρώμα από τη διπλανή εκκλησία του Άγιου Σπυρίδωνα, να πήρε το γεωμετρικό σχήμα από το μεσοπολεμικό κτίριο που βρίσκεται στα πόδια του επί της Ερατοσθένους και να επέμεινε στην αρχιτεκτονική πρωτοπορία που απαιτεί ένα σύγχρονο μουσείο, το πολυώροφο κτίριο με πρόσοψη-πλάκες πωρόλιθου που αποκαλύφθηκε στο Παγκράτι είναι το νέο διαμάντι της Αθήνας. Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη εικόνα του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή είναι τόσο αποστομωτική όσο και τα ονόματα που έχουν ακουστεί ότι φέρει στη συλλογή του. Πικάσο, Βαν Γκογκ, Μονέ, Ελ Γκρέκο, Ντε Κίρικο, Μιρό και πόσοι ακόμη. Τελικά, μετά από αρκετές αναποδιές και δυσκολίες, το όνειρο του ζεύγους Γουλανδρή γίνεται πραγματικότητα: η αμύθητης αξίας συλλογή που είχαν χτίσει τα χρόνια που συμπορεύονταν βρίσκει μόνιμη έδρα στην πρωτεύουσα και ανοίγεται στο κοινό, σε έναν πολύ εντυπωσιακό μάλιστα χώρο.

[…]

Βέβαια, από μέσα, το μέγεθος του μουσείου αποδεικνύεται αρκετά μεγαλύτερο από όσο φαινόταν εξωτερικά. Το επτά χιλιάδων και διακοσίων τετραγωνικών μέτρων κτίριο εξελίσσεται κατά το ήμισυ μέσα στη γη: πέντε από τους έντεκα ορόφους βρίσκονται στο «μείον» του ασανσέρ. Για να ξεκινήσουμε από πάνω προς τα κάτω έχουμε τέσσερα υπέργεια εκθεσιακά επίπεδα για τα έργα της συλλογής –δύο αφιερωμένα στην ελληνική τέχνη και δύο στη διεθνή–, έχουμε το ισόγειο όπου φιλοξενείται το όμορφο πωλητήριο του μουσείο, το -1 για τις περιοδικές εκθέσεις, τη βιβλιοθήκη με τους 5.000 τόμους τέχνης και το παιδικό εργαστήριο στο -2 και ένα πλήρως εξοπλισμένο αμφιθέατρο χωρητικότητας 190 ατόμων με αυτόνομο φουαγιέ και βεστιάριο (συν οθόνη προβολής, μεταφραστική καμπίνα, control room με κονσόλα ήχου και μικρό στούντιο ηχογράφησης) στον όροφο ακριβώς από κάτω. Στα υπόλοιπα μη επισκέψιμα επίπεδα, βρίσκονται τα γραφεία, οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις και λοιποί λειτουργικοί χώροι. Στο κτίριο αναπτύσσονται, επίσης, δύο καφέ-εστιατόρια – το ένα σε πανέμορφο αίθριο-αστικός κήπος και το άλλο σε ταράτσα που βλέπει Ακρόπολη.

Το πιο αξιομνημόνευτο από τα νέο αρχιτεκτόνημα στην Ερατοσθένους, του οποίου η μελέτη ανήκει στο γραφείο Ι. & Α. Βικέλας, είναι πως παρότι εξωτερικά αντιλαμβάνεσαι δύο διαφορετικά κτίριο –αφενός το διατηρητέο μεσοπολεμικό τριώροφο που υπήρχε επί της Ερατοσθένους και αφετέρου το πολυώροφο νέο κτίριο του μουσείο–, εσωτερικά κινείσαι σε ένα ενιαίο χώρο. Οι όροφοι έχουν σχεδιαστεί στο ίδιο ύψος και έχουν ενοποιηθεί. Έτσι, αυξήθηκαν τα τετραγωνικά. Το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την πολύχρονη αναμονή.

[…]

 Όταν περπατάς μπροστά από τις προθήκες των τεσσάρων εκθεσιακών ορόφων είναι σαν να ξεφυλλίζεις κάποιο βαρύ βιβλίο ιστορίας της τέχνης με τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές υπογραφές των τελευταίων αιώνων, μόνο που τα έργα δεν είναι σε σελίδες αλλά μπροστά σου, μπορείς να τα πλησιάσεις, να δεις την κάθε λεπτομέρεια, να τα αισθανθείς. Το πράο βλέμμα του Ελ Γκρέκο, η νεκρή φύση του Βαν Γκογκ, μια αυτοπροσωπογραφία του Σεζάν, η γεωμετρική ακρίβεια του Μπρακ και η γραμμή του Λωτρέκ, ένα έργο από την πρώιμη περίοδο του Πικάσο, η πολύχρωμη αρμονία του Καντίνσκι και οι μηχανές του Φερνάν Λεζέ, η περιβόητη γλυπτική «Αιώνια Άνοιξη» του Ροντέν και μια μπρούτζινη μπαλαρίνα του Ντεγκά, μικρά αριστουργήματα από τον Ντε Κίρικο και τον Πόλοκ –του οποίου τα έργα είναι εξαιρετικά σπάνια, καθώς απεβίωσε νωρίς–, πρόσωπα του Κλέε, αρκετά έργα του Σεζάν (ήταν το πρώτο όνομα που αγόρασε το ζεύγος), σχέδια του Μπαλτίς καθώς και πίνακες του Γκογιέν, του Μιρό, του Πωλ Γκωγκέν – όλα σε λίγα μέτρα απόσταση, σαν ένα ονειρικό μπουκέτο κάλλους που διαστέλλει τις κόρες των ματιών.

«Εκθέτουμε τα εμβληματικά έργα, πάνω στα οποία δομείται η αίγλη αυτού του χώρου», συνεχίζει ο διευθυντής, «έργα που μπορούν να ανοίξουν δρόμος προς τα μεγάλα πρωτοποριακά κινήματα που άρχισαν από τα μέσα της δεκαετίας του 19ου αιώνα – αυτό που ο Σαρλ Μπωντλαίρ αποκάλεσε “modernité” για να δώσει έμφαση στις μεγάλες ανατροπές και ανακατατάξεις που γίνονταν στην τέχνη». Παίρνοντας αφορμή από τα αριστουργήματα της συλλογής, μπορείς να μιλήσεις για διαφορετικές φιλοσοφίες και θεωρίες, διαφορετικά βλέμματα πάνω στην τέχνη.

Με τον «Καθεδρικό ναό της Ρουέν» του Μονέ, για παράδειγμα, ανοίγεις το κεφάλαιο ιμπρεσιονισμός, όπου κύριο μέλημα ήταν ο τρόπος επιρροής του φωτός πάνω στο αντικείμενο. Ο Γάλλος ζωγράφος, το χειμώνα του ’92, είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο απέναντι από την περίφημη εκκλησία και έστησε μια σειρά από καβαλέτα· ανά μία ώρα σχεδίαζε τον επόμενο πίνακα, προκειμένου να δει τις διαφορές στις αποχρώσεις. Στο Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή εκτίθεται η ροζ απόχρωση, που ανταποκρίνεται σε πρωινή ώρα. Άλλο παράδειγμα είναι ο αποστεωμένος άνθρωπος-γλυπτό του Τζιακομέτι, «Ο άνθρωπος που βαδίζει»: άμεσα συνδεδεμένος με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Ελβετός γλύπτης φέρνει τον άνθρωπο κοντά στην καταστροφή για να επιστρέψει στις ρίζες του, προτάσσοντας τα ερωτήματα του υπαρξισμού. Ή η ελαιογραφία «Η Ακρίδα» του Χουάν Μιρό, όπου φυσικά δεν υπάρχει ακρίδα στο έργο και μπαίνουν οι αρχές του υπερρεαλισμού.

Ταυτόχρονα, εκτίθεται το πιο άξιο δυναμικό της ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής: Γιάννης Γαΐτης, Γιώργος Μπουζιάνης, Δημήτρης Μυταράς, Αλέκος Φασιανός, Γιάννης Μόραλης, Παναγιώτης Τέτσης, Κωνσταντίνος Παρθένης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Ζογγολόπουλος αλλά και από πιο σύγχρονους Παύλος Σάμιος, Σοφία Βάρη, Μιχάλης Τόμπρος, Γιώργος Ρόρρης, Σωτήρης Σόρογγας και Κώστας Τσόκλης, μεταξύ άλλων. Στην ενότητα των νεότερων Ελλήνων υπάρχει η μεγαλύτερη ποικιλία του ιδρύματος, οπότε ανά έτος τα έργα θα αλλάζουν δίνοντας τη θέση τους σε άλλα αντίστοιχα.

[…]

Όπως χαρακτηριστικά είχε πει και παλαιότερα ο διευθυντής του μουσείου B. Κουτσομάλλης, «στόχος είναι η κοινωνική ανεξιθρησκία: σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουμε να είμαστε ίσοι». Αυτή ήταν άλλωστε η πάγια θέση των ιδρυτών του ιδρύματος. Για τους ίδιους, η τέχνη δεν αφορούσε μια μικρή κάστα ανθρώπων αλλά το σύνολο του λαού, μια και αποτελεί πνευματικό αγαθό που απευθύνεται σε μεγάλους και νέους, μορφωμένους και αγράμματους, μυημένους και αμύητους.

«Θέλουμε να ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο μέσα στην αθηναϊκή καθημερινότητα», προσθέτει ο ίδιος, «να έχει ο επισκέπτης τη δυνατότητα να έρθει ξανά και ξανά, εξού και η μεγάλη έμφαση στα μουσειοπαιδαγωγικά προγράμματα. Το ζήτημα είναι να φύγει η έννοια του απαρχαιωμένου, σκονισμένου μουσείου, θέλουμε ένα διαπολιτισμικό κέντρο, όπως το εννοούσαν τα φωτισμένα μυαλά του 18ου αιώνα: να ακουμπάει παντού, να εκφέρει λόγο, να φέρνει επισκέπτες και μέσα σε αυτό το κλίμα να δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να φαντάζονται και να ονειρεύονται ελεύθερα».

Καλή αρχή να ευχηθούμε, με τη σειρά μας, σε ένα μουσείο που, μαζί με την ιστορία και την εμπειρία που φέρει από το ομώνυμο μουσείο της Άνδρου αλλά και την εμφανή πρόθεση των επικεφαλής να δουν τον όρο «μουσείο» με ανανεωμένη οπτική, έχει όλα τα φόντα για να πετύχει τους στόχους του – και η Αθήνα το χρειάζεται.

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή | Ερατοσθένους 13, Παγκράτι | 2107252895 | Εγκαίνια: 2 Οκτωβρίου | Τρ.-Κυρ.: 10 π.μ.-6 μ.μ., Παρ.: 10 π.μ.-8 μ.μ. | Γενική είσοδος: € 8, μειωμένο εισιτ.: € 6 (άτομα άνω των 65 ετών, παιδιά και έφηβοι 12-17 ετών, φοιτητές, άνεργοι, υπηρετούντες την στρατιωτική τους θητεία

 

Αναδημοσίευση από το wwww.athinorama.gr  Ρεπορτάζ: «Μπήκαμε πρώτοι στο νέο Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι – και μας κόπηκε η ανάσα», Κλάδης Α, Φωτό: Τσίτσος Δ., 23/9/2019, προσπελάστηκε στις 20./11/2019