Παιδεία και Γλώσσα – Επικαιρικά Παλινωδούμενα

paideia-glossa

Ανθολόγηση απόψεων του Καθηγητή Χρήστου Γιανναρά από το βιβλίο του Παιδεία και Γλώσσα-επικαιρικά Παλινωδούμενα (Εκδόσεις Πατάκη, 2001). Ο Χρήστος Γιανναράς δίδαξε Φιλοσοφία, Πολιτιστική Διπλωματία και Συγκριτική Οντολογία σε πανεπιστήμια της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ελλάδας. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα. Πάντοτε ενδιαφέρουσες, οι απόψεις του Χρήστου Γιανναρά αφορούν σε τομείς όπως ο προσανατολισμός της παιδείας, η έκπτωση των πανεπιστημίων και η ρήξη της γλωσσικής συνέχειας και προέρχονται από επιφυλλίδες και άρθρα που δημοσιεύθηκαν από το 1976 έως το 1997.

Προσανατολισμού της Παιδείας Οριοθετήσεις

 Η «Μεγάλη Ιδέα» της παιδείας

[26/2/1977]

Το αίτημα για βελτίωση της παιδείας ήταν μάλλον η πρώτη καθολική απαίτηση του λαού μας που ανάγκασε την πολιτική να έρθει αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα ποιότητας της ζωής. Απογυμνωμένοι από κάθε άλλο όραμα, στόχο και προοπτική του εθνικού μας βίου έξω από τις ωμά υλιστικές απαιτήσεις της καταναλωτικής «ανάπτυξης», αρπαχτήκαμε από το αίτημα για παιδεία σαν από μια ελάχιστη καινούργια «Μεγάλη Ιδέα». […]

[…] Φτάνοντας ωστόσο στο επίπεδο του πολιτικού αιτήματος, το όραμα της σωστής παιδείας και καλλιέργειας του λαού, όπως και κάθε «Μεγάλη Ιδέα», μετασχηματίζεται σε σύνθημα με εξαιρετικά μυωπική εμβέλεια: Η καθολική απαίτηση του λαού για παιδεία μπαλσαμώνεται στο κοντόθωρο αλλά εντυπωσιακό σύνθημα της «εκπαιδευτικής   μεταρρύθμισης».

Ο χώρος που καλύπτει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα (από οποιαδήποτε παράταξη κι αν προγραμματιστεί) έχει ένα στενά προκαθορισμένο πλαίσιο: Περιορίζεται σε κάποια μέτρα, ριζικά ή όχι, για το «γλωσσικό»· […] σε κάποιες αλλαγές στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα (που συνήθως εξαντλούνται στην ανακατανομή των ωρών διδασκαλίας κάθε μαθήματος)· στη βελτίωση (ποτέ ριζική) των σχολικών εγχειριδίων. […]

[…] Η παιδεία, λοιπόν, από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο, εξαντλείται φανερά στην άχαρη γυμναστική της διάνοιας με την απομνημόνευση. Ο Έλληνας διδάσκεται γνώσεις και απομνημονεύει γνώσεις που ξεχνιούνται φυσιολογικά σε συντομότατο διάστημα, χωρίς να μάθει ποτέ τους τρόπους, τη μέθοδο και τα κλειδιά για την απόκτηση γνώσης. Πρέπει να έχει τη σπάνια τύχη να πέσει σε χαρισματούχο δάσκαλο για να μπορέσει, τουλάχιστο, να μάθει να βλέπει μέσα από τα κείμενα και πέρα από τα κείμενα, δηλαδή να κρίνει αυτά που διαβάζει. […]

[…] Αυτά τα στοιχειώδη και αυτονόητα βρίσκονται έξω από την εμβέλεια των «εκπαιδευτικών  μεταρρυθμίσεων», ενώ η απουσία τους αχρηστεύει όλο τον μόχθο της απομνημόνευσης αναστέλλοντας τραγικά τη δημιουργική μετοχή του «μορφωμένου» Έλληνα στη γνώση. […]

 […] Ποιοι είμαστε, πού σκοπεύουμε, τι επιδιώκουμε τελικά ως λαός; Την οικονομική ανάπτυξη και μόνο, τον εξευρωπαϊσμό, την παιδεία ως αυτοσκοπό; Ποια μέτρα ποιότητας έχουμε για τη ζωή και τον κοινό μας βίο; Και τι διδαχθήκαμε από χώρες που έχουν από χρόνια τώρα κατακτήσει τα όσα εμείς βραχυπρόθεσμα επιδιώκουμε όντας σήμερα τραγικά απελπισμένες από την κατάκτησή τους;

Αυτά τα ερωτήματα δοκιμάζουν κάθε «Μεγάλη Ιδέα» και κάθε όραμα. […]

Ραχοκοκαλιά ή φιλοσοφία της παιδείας

[12/3/1989]

[…] Η προσωπική μου διαπίστωση συνοψίζεται στην πολύ σύντομη πρόταση: Υπάρχει πρόβλημα νοήματος της παιδευτικής πράξης. Πέρα από την κατάφορη χρεωκοπία των «μεταρρυθμίσεων», την αναχρονιστική αγκύλωση των αναλυτικών προγραμμάτων, τους ανάπηρους νόμους-πλαίσια, τις ατελέσφορες διοικητικές «βελτιώσεις» – πέρα και πίσω απ’ όλα αυτά, μένει μετέωρο το νόημα της εκπαιδευτικής πρακτικής.

Νόημα σημαίνει ποιος είναι ο σκοπός και αν ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου· Αν του εξασφαλίζει επαρκή εφόδια για να μετάσχει στη ζωή, πληρότητα και ικανοποίηση στην καθημερινότητά του.

[…] Γι’ αυτό λέμε ότι έχει «φροντιστηριοποιηθεί» η παιδεία. Επειδή προσφέρει τις γνώσεις σαν ανταλλάξιμα αγαθά, που εξασφαλίζουν πτυχίο, διορισμό, σταθερό εισόδημα. Η σημερινή παιδεία ετοιμάζει καταναλωτές, όχι πολίτες. Τρέφουμε και με την παιδεία μια λογική των σχέσεων πολίτη και κράτους που είναι λογική διεκδικήσεων και παροχών. […][…] Έχουμε λοιπόν –παρ’ όλα αυτά– οπωσδήποτε ανάγκη από μια φιλοσοφία της παιδείας; Σίγουρα ναι· Αλλά –προς Θεού– όχι από κάποιο άλλο ιδεολόγημα. Νόημα ζητάμε, σκοπό που να ανταποκρίνεται όχι σε αφηρημένες «αξίες», αλλά σε πραγματικές ανάγκες, κριτήρια για τη «μόρφωση», δηλαδή για το πλάσιμο, χαρακτήρων και συνειδήσεων.

Να συμφωνήσουμε καταρχήν σε αυτό ακριβώς το επίπεδο: των αναγκών, όχι των «αξιών». Να συμφωνήσουμε στην ανάγκη για σωστή παιδεία, παιδεία για το δικό μας τόπο.

Σωστή  παιδεία – με ποια κριτήρια διάκρισης του σωστού από το λάθος;

Πρώτο κριτήριο –ποιος θα διαφωνήσει;– Η απόλυτη προτεραιότητα της παιδευτικής σκοπιμότητας: Πριν από κάθε τι άλλο, να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα, να μπορούν να μιλάνε και να γράφουν σωστά τη γλώσσα τους· να μαθαίνουν να σκέφτονται, να κρίνουν· να μην απομνημονεύουν τη γνώση, αλλά να ξέρουν πού και πώς θα τη βρουν, σε ποιες πηγές και με ποια μέθοδο· να περιοριστεί δραστικά ο καταιγισμός των «πληροφοριών»· να τονωθούν τα μαθήματα γλώσσας, κρίσης και μεθόδου. […]

Πανεπιστημίων ‘Εκπτωση

Πανεπιστήμια: ο στόχος;

[14.9.1997]

Η ιστορία μού έμαθε πώς ένας πολιτισμός αρχίζει να καταρρέει όταν το εκπαιδευτικό σύστημα αρχίσει να αποδιαρθρώνεται[…]. (Στα πανεπιστήμια σήμερα) τα πάντα κατέρρευσαν, έπεσαν σε μαρασμό, εξαιτίας της αμέλειας, της δημαγωγίας, της ανικανότητας[…].

Το πανεπιστήμιο έχει την αποστολή να συντελέσει στη διαμόρφωση πνευματικών ηγεσιών, με την προϋπόθεση να μη μετατρέπονται σε κάστες[…]. Μιλάω για πνευματική ηγεσία χωρίς συστολή. Πιστεύω, πραγματικά, πως μια ισόπεδη κοινωνία δεν έχει κινητήρια δύναμη. Με πολύ μεγάλη τύχη, ίσως μπορέσει να απολαύσει μίαν επίπεδη ευτυχία, σαν αυτή που απολάμβαναν οι Ναμπικάρα όταν τους επισκέφθηκε ο Λεβί Στρος, μία ευτυχία πολύ κοντά στην υπνηλία. Συνήθως όμως μια τέτοια κοινωνία βυθίζεται στον μαρασμό και στην απελπισία. Μας το αποδεικνύει περίτρανα το πείραμα που έγινε, επί σαράντα χρόνια, στην Ανατολική Ευρώπη. […]

Εγώ είμαι με όλη μου την καρδιά υπέρ των πνευματικών ηγεσιών, με την προϋπόθεση να μη μετατρέπονται σε κάστες. Το πανεπιστήμιο διαμορφώνει αυτές τις ηγεσίες, και δεν μπορεί να το κάνει, αν δέχεται τους πάντες[…]. Το έθνος έχει πράγματι την υποχρέωση να ανεβάζει αδιάκοπα το γενικό μορφωτικό επίπεδο στο σύνολο του πληθυσμού. Όμως να φροντίζει ταυτόχρονα να μην ισοπεδωθεί το πανεπιστημιακό οικοδόμημα, να διατηρήσει τις διαβαθμίσεις, με άλλα λόγια, να διατηρήσει τη δυνατότητα να επιλέγει. Να συνδυάσει τον απαραίτητο εκδημοκρατισμό με την απαραίτητη επιλογή. Να προστατεύσει από τον στραγγαλισμό έναν χώρο υπερυψωμένο, ελεύθερο, αναγκαίο.[…]

Φενάκη πανεπιστημιακών σπουδών

[15.6.1997]

[…]Παραδόσεις-εξετάσεις είναι το δίπολο που έχει μεταβάλει τις πανεπιστημιακές σπουδές στην Ελλάδα σε παρωδία και φενάκη. Ουσιαστικά, από τη στιγμή που ο απόφοιτος του λυκείου θα εισαχθεί στο πανεπιστήμιο, οι σπουδές του έχουν τελειώσει. Μπορεί άνετα να μένει στο χωριό του ή στην όποια μακρινή πόλη του, να διαβάζει από το ένα και υποχρεωτικό για κάθε μάθημα σύγγραμμα τις καθορισμένες σελίδες που αντιστοιχούν στον αριθμό ωρών διδασκαλίας του μαθήματος και να προσέρχεται μόνο στις εξεταστικές περιόδους για τη γραπτή δοκιμασία της απομνημόνευσής του. Δεν έχει σημασία πόσες φορές θα αποτύχει στις εξετάσεις. Κάποτε, αν επιμείνει, σε περισσότερα ή λιγότερα χρόνια, θα τις περάσει τις εξετάσεις, θα το πάρει το πανεπιστημιακό πτυχίο. Θα είναι « Έλλην επιστήμων»[…].

Σίγουρα, σε κάποιες σχολές θετικών επιστημών με υποχρεώσεις εργαστηρίων, οι σπουδές εμφανίζουν σοβαρότερες απαιτήσεις. Υπάρχουν και κάποια ελάχιστα τμήματα ανά την Ελλάδα γνωστά στην πανεπιστημιακή αγορά –όπου οι διδάσκοντες έχουν κατορθώσει να επιβάλουν προγράμματα και προϋποθέσεις σπουδών που σώζουν την ακαδημαϊκή σοβαρότητα και αξιοπρέπεια. Όμως, ας καταμετρήσει κάποτε το Υπουργείο πόσα είναι αυτά τα τμήματα και πόσα τα άλλα που λειτουργούν μόνο σαν χώροι ελεύθερων διαλέξεων προαιρετικής ακρόασης και  –τρεις φορές τον χρόνο–  σαν εξεταστικά κέντρα.

«Προοδευτικές» ψυχώσεις

[3.5.1995]

Υπάρχει πολύ συγκεκριμένος τρόπος για να πάψουν τα πανεπιστήμια να προσφέρουν άσυλο στη βία: να αλλάξει ο νόμος εκλογής των πρυτανικών αρχών. Το πανεπιστημιακό άσυλο, με τη σημερινή του έννοια του ξέφραγου αμπελιού, αποτελεί το «ταμπού» των «προοδευτικών» δυνάμεων: στο ξέφραγο «άσυλο». Διότι η εκλογή των πρυτανικών αρχών –οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ το γνωρίζουν καλά– εδώ και δεκατρία χρόνια αποφασίζεται όχι στα πανεπιστήμια, αλλά στα κομματικά γραφεία. […] Τα προοδευτικά παραισθησιογόνα είναι συμπτώματα κοινωνικής κρίσης επιθανάτιας. Τουλάχιστον, ας δοθεί νομική δυνατότητα αντίδρασης σε δυνάμεις που διατηρούν ακόμα λογική και κρίση. Με αλλαγή του τρόπου εκλογής των πρυτανικών αρχών.

Η ρήξη της γλωσσικής μας συνέχειας

Το άλυτο γλωσσικό πρόβλημα

[19.3.1977]

[…] η γλώσσα απλώς εκφράζει, δεν δημιουργεί πολιτιστικό υπόβαθρο και ήθος. Ούτε η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα αρκεί για να μας συνδέσει άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ούτε η λαϊκίζουσα καθαρεύουσα για να μας δώσει σύγχρονη υπόσταση και ταυτότητα. […] Εκατόν πενήντα χρόνια τώρα, οι Νεοέλληνες μοιάζουμε να μην είμαστε τίποτα, ούτε απευθείας πρόγονοι των αρχαίων ούτε και σύγχρονοι Ευρωπαίοι, αλλά ένας λαός που πιθηκίζει άλλοτε προς τη μια και άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση.[…]

Η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση βρήκε σαπισμένα πια όλα τα δόντια της καθαρεύουσας, μαζί και με τα αποστήματα που δημιούργησε η τελευταία επταετία. Αλλά, αντί να ξεδοντιάσει οριστικά την καθαρευουσιάνικη ψευτιά, έκοψε το κεφάλι της γλώσσας: κατάργησε τη διδασκαλία της αρχαίας στα σχολειά. Έτσι μπαίνουμε σε έναν καινούριο μονόδρομο γλωσσικής απίσχνασης που είναι άγνωστο σε τι αγλωσσία θα οδηγήσει. Η καθιέρωση της δημοτικής είναι ένα μέγιστο επίτευγμα στον τομέα της παιδείας ύστερα από τόσες οδύνες και τόσες προσπάθειες. Και η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στα σχολειά είναι μια ριζική υπονόμευση αυτού του επιτεύγματος.[…] Μοναδική και μακροπρόθεσμα διαφαινόμενη λύση είναι η συστηματική και δημιουργική σπουδή της αρχαίας γλώσσας, των κορυφαίων επιτευγμάτων της ιστορίας της.[…]

Η νεοελληνική γλώσσα και τα αρχαία κείμενα

[13.3.1976]

[…] Μια σωστή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση νομίζω ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσει με πραγματικό δέος ειδικά το πρόβλημα της γλώσσας. Αν πιστεύουμε ότι η νεοελληνική μας γλώσσα είναι η ζωντανή και φυσιολογική εξέλιξη της μακραίωνης γλωσσικής μας παράδοσης, τότε γιατί δεν αφήνουμε ελεύθερη τη γλώσσα, γιατί πρέπει να τη φορμάρουμε οπωσδήποτε τεχνητά σε μια διδακτέα γραμματική; Έχω τον πειρασμό να ρωτήσω: με ποια γραμματική γράφτηκε ο «Ερωτόκριτος» και σε ποια γραμματική υποτάχτηκε ο Καβάφης ή και ο Σολωμός;[…] Πιστεύω ότι η γλώσσα προχωράει με τις διαδοχικές «αναγνώσεις» της προγενέστερης γραπτής παράδοσης, και η μόνη γραμματική που εξασφαλίζει αυτή τη ζωντανή συνέχεια είναι η γραμματική της αρχαίας γλώσσας. Τα παιδιά θα μπορούσαν να διδάσκονται τη νεοελληνική μόνο από κείμενα και με μια στοιχειώδη γραμματική που θα περιορίζεται αποκλειστικά στις δομές της γλώσσας (στα στοιχεία της πρότασης και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, αλλά χωρίς κατατάξεις σε κλίσεις και συζυγίες) και να αρχίζουν από την πρώτη τάξη του γυμνασίου τη σπουδή των αρχαίων και της γραμματικής τους, συστηματικά και δημιουργικά, αναχωνεύοντας κείμενα από τη σύνολη γλωσσική μας παράδοση.[…]

Γλώσσα ακοινώνητων ατόμων

[3.3.1983]

[…] Η γλώσσα είναι όργανο σχέσης, έκφραση κοινωνίας. Μια κοινωνία που δεν κοινωνεί, που δεν έχει συλλογικούς στόχους, κοινά οράματα, ποια γλώσσα θα μιλήσει; Περιορίζεται σε ένα στοιχειώδη κώδικα συνεννόησης και το υπόλοιπο της γλωσσικής έκφρασης εμπορευματοποιείται: γίνεται διαφήμιση, επαγγελματικό ιδίωμα, κομματική συνθηματολογία, λογοτεχνικό φτιασίδι, ιδεολογικός κομπασμός.

Γι’ αυτό τραυλίζουμε. Γιατί φτιάξαμε μια κοινωνία ακοινώνητων ατόμων. Σαράντα χρόνια τώρα η ηγεσία του τόπου (όλων των πολιτικών αποχρώσεων) δεν έδωσε στο λαό όραμα ζωής άλλο από την κατανάλωση, το χρήμα, την ατομική κατοχύρωση.[…]

Αλογία, αγλωσσία, ακρισία

[11.05.1997]

Για να συγκροτηθεί διάλογος, πρέπει να λειτουργεί ο λόγος. Για να λειτουργήσει ο λόγος, προϋποτίθεται η γλώσσα. Για να εκφράσει η γλώσσα λόγο και να συστήσει διάλογο, πρέπει να υπάρχει η ανάγκη και η πρόθεση της σχέσης, της κοινωνίας.

Οι παράλληλοι μονόλογοι δεν είναι διάλογος. Η εκτόνωση της ιδιοτέλειας δεν είναι λόγος. Η υποταγή των λέξεων, των εννοιών και της σύνταξης σε μεθοδεύσεις κατασκευής εντυπώσεων αναιρεί τις προϋποθέσεις της γλωσσικής  επικοινωνίας.

Ζούμε σε έναν εκρηκτικό πληθωρισμό πολυποίκιλης εκφραστικής μέσα σε τέλειο κενό απουσίας σχέσεων. Η γλώσσα της τηλεόρασης, του τύπου, της διαφήμισης ούτε κοινωνεί εμπειρίες ούτε κοινωνείται ως μετοχή σε πραγματικές σχέσεις. Το ίδιο και η γλώσσα των πολιτικών, των συνδικαλιστών, των συσπειρωμένων συμφερόντων. Είναι μια εμπορία και διαχείριση εντυπώσεων, μεθόδευση ψευδαισθήσεων. Ορισμένες φορές η φενάκη του λόγου ομολογείται έμπρακτα: Επειδή ο λόγος των πολιτικών είναι άσχετος με οποιαδήποτε πραγματικότητα, προσπαθούν οι πολιτικοί να συγκροτήσουν σχέσεις πραγματικές μοιράζοντας διορισμούς και ευτελείς μικροεξυπηρετήσεις. Επειδή ο λόγος των εφημερίδων είναι σε πολλές περιπτώσεις μια ασύστολη βιομηχανία ψυχολογικών εντυπώσεων, προσπαθούν οι εφημερίδες αυτές να προσελκύσουν κοινό στην πραγματιστική βάση της παροχής καταναλωτικών αγαθών: μοιράζουν οικιακές συσκευές, χαλιά, βίλες, μαχαιροπίρουνα. […] Όταν ο δημόσιος λόγος είναι κατά πλειοψηφία αναξιόπιστος, εμπορευματοποιημένος, αυτονόητα  προσαρμοσμένος στην παραγωγή ψευδαισθητικών εντυπώσεων, τότε δεν υπάρχει μέσο και όργανο για να λειτουργήσει αξιολογική ιεράρχηση, ρεαλιστική αποτίμηση – όχι μόνο βιβλίων, ιδεών, πνευματικής δημιουργίας, αλλά και πολιτικής πράξης, κοινωνικής συμπεριφοράς. Όταν εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις κριτικού λόγου, είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική, η αποτίμηση της επιστημονικής, καλλιτεχνικής, επιχειρηματικής δραστηριότητας. Και όταν σε μια κοινωνία δεν λειτουργούν φίλτρα κριτικής, ο πρωτογονισμός και η διάλυση κάθε συνοχής επέρχονται   αναπότρεπτα.[…]