του Αντώνη Λιοναράκη*
Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και να αποκτήσω πολλές εμπειρίες για να καταλάβω ένα απλό πράγμα: Το κλειδί για την αποτελεσματική και ουσιαστική μάθηση δεν είναι ούτε τα προγράμματα σπουδών ούτε ο εκπαιδευτικός φορέας ούτε τα άπειρα σεμινάρια και οι επιμορφώσεις ούτε τα τελευταία μοντέλα των υπολογιστών με τις μεγάλες ταχύτητες και τις εντυπωσιακές οθόνες. Το κλειδί για την επιτυχία στη μάθηση είναι πάντα ο ίδιος ο δάσκαλος από τη στιγμή που γνωρίζει ότι πρέπει να μετουσιώσει τη διδακτική του δραστηριότητα, τη διδασκαλία του, σε μάθηση, δηλαδή, να την κάνουν γνώση τους οι μαθητές του. Να την οικειοποιηθούν, να γίνει κτήμα τους.
Tις τελευταίες δεκαετίες γνωρίσαμε μια εκπληκτική ανάπτυξη των τεχνολογιών. Οι τεχνολογίες, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί για εκπαιδευτικούς λόγους, χρησιμοποιήθηκαν άμεσα για λόγους επικοινωνίας. Η μαγεία τους συμπορεύθηκε με τις δυνατότητές τους και έγιναν βασικά εργαλεία στον χώρο της εκπαίδευσης. Σε κάποιες περιπτώσεις αξιοποιήθηκαν με λάθος τρόπους, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν σοβαρότατα ερωτηματικά για τη χρηστικότητά τους. Ο μεγάλος όγκος της αξιοποίησής τους, όμως, έδωσε μια νέα ώθηση στην εκπαίδευση που άλλη δεν υπήρξε ποτέ σε τέτοια κλίμακα στην ιστορία.
Βιώσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε την ανάπτυξη και τις δυνατότητές της. Έρχεται, λοιπόν, ως φυσικό επακόλουθο η χρήση της, αλλά, κυρίως, ορισμένες νέες δυνατότητες που μεταφέρει. Σε συνδυασμό με το διαδίκτυο (ταχύτητες, δυνατότητες αποθήκευσης, κοινωνικά δίκτυα κ.ά.) καταλήγει ένα δυναμικό εργαλείο στα χέρια της εκπαίδευσης.
Τα μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα, γνωστά ως Moocs (Massive on line Open Courses) εδώ και λίγα χρόνια έχουν εφαρμοστεί κυρίως από ξένα πανεπιστήμια και, μάλιστα, μεγάλα και γνωστά. Η χρήση τους δεν έχει ακόμα διερευνηθεί και για την ώρα οι προβληματισμοί είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους και λιγότερο η δυνατότητα αξιοποίησής τους.
Στο όνομα της ελεύθερης πρόσβασης στην εκπαίδευση και των ίσων ευκαιριών, τα Moocs εκπροσωπούν μια πρακτική, η οποία ήταν ζητούμενο εδώ και δεκαετίες από τη διεθνή κοινότητα. Αυτό που μπορούν και κάνουν είναι ότι προσφέρουν στους πάντες εκπαιδευτικές ευκαιρίες χωρίς χρήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις απαιτούν ένα μικρό χρηματικό ποσό. Οι χρήστες προέρχονται από μια μεγάλη ανόμοια μάζα πολιτών (κάποιας ηλικίας, άνθρωποι με περίεργα ωράρια, άνθρωποι διεσπαρμένοι σε όλον τον πλανήτη). Μια έρευνα που διεξήχθη στο University of Pennsylvania και τις πλατφόρμες του, οι οποίες παρέχουν εκπαίδευση από απόσταση μέσω Moocs, εντόπισε ότι μόνο το 5% των φοιτητών που αρχικά παρακολούθησαν τα μαθήματα, ολοκλήρωσαν το μάθημα της επιλογής τους.
Επιπλέον, τα Moocs αποτελούν τα «Μαζικά μέσω διαδικτύου Ανοικτά Μαθήματα» και ορίζονται μέσα από την «μαζικότητα» και την «ανοικτότητα», δηλαδή μέσα σε ένα μεγάλο σε μέγεθος πλαίσιο, ανοικτό για κάθε ενδιαφερόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι φοιτητές δε λαμβάνουν καμία ανάδραση, κανένα προσωπικό μήνυμα από πουθενά, με αποτέλεσμα να παρατούν την προσπάθειά τους με την παραμικρή δυσκολία, όταν είναι δυσαρεστημένοι από κάτι ή αγχωμένοι και πιεσμένοι από την πορεία τους.
Τα Μαζικά Ανοικτά Μαθήματα δεν απαιτούν τυπικά προσόντα ή δίδακτρα: ακούγεται ως μια ουτοπική εκπαιδευτική καινοτομία, αλλά δεν είναι έτσι ακριβώς. Οι μαθητές των Moocs περνούν τον περισσότερο χρόνο τους παρακολουθώντας βίντεο και διαβάζοντας. Θεωρητικά, για να κατανοήσουν καλύτερα αυτά που διαβάζουν, συμμετέχουν σε ομάδες συζήτησης (discussion groups) με άλλους μαθητές. Ταυτόχρονα, εκπονούν τεστ που βαθμολογούνται μαζικά μέσω υπολογιστικών προγραμμάτων. Σε κάποιες περιπτώσεις ανταλλάσσουν τις εργασίες τους. Τα Moocs είναι ιδιαίτερα φτηνά για τους δημιουργούς, διότι δεν εμπλέκουν διδακτικές δραστηριότητες και κοστίζουν ανεξάρτητα από το πόσοι μαθητές τα παρακολουθούν.
Η ιδέα ότι το περιεχόμενο (όλο το υλικό) της εκπαίδευσης είναι δωρεάν είναι ένας μύθος. Πράγματι, υπάρχει ένα αποθετήριο μαζικού ελεύθερου υλικού, κυρίως βίντεο, στο διαδίκτυο. Το υλικό αυτό, όμως, απευθύνεται σε ομάδες σπουδαστών με συγκεκριμένους διδακτικούς και μαθησιακούς στόχους. Όταν, λοιπόν, οι σπουδαστές των Moocs δεν αποτελούν ένα συμπαγές εκπαιδευτικό κοινό με τυπικά προσόντα, αλλά ένα κοινό με εντελώς ετερόκλητα χαρακτηριστικά, είναι αδύνατον, από παιδαγωγική ματιά, οι άνθρωποι αυτοί να αποτελούν κοινό εκπαιδευτικό στόχο. Μια σωστή και αποτελεσματική εκπαιδευτική διαδικασία αποτελείται από διδακτικούς στόχους (συνήθως υπάρχει στα Moocs), από μαθησιακούς στόχους (δεν υπάρχει) και το πιο σημαντικό: ένα μεγάλο μέρος του μαθησιακού υλικού απευθύνεται σε ανθρώπους με μετρήσιμες προϋπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες, πράγμα το οποίο λείπει παντελώς από τον σχεδιασμό τους. Οι αναφορές στην εκπαίδευση σε προηγούμενες γνώσεις και δεξιότητες των σπουδαστών είναι κομβικό σημείο, το οποίο αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο του εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Ως προς την αλληλουποστήριξη ή απλά υποστήριξη των σπουδαστών στα Moocs υπάρχει ένα άλλο ζήτημα: Στα περισσότερα Ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχει η αναλογία εκπαιδευτικού προς σπουδαστές 1:25. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, αν υπάρχουν 25 σπουδαστές στο μάθημα, θα χρειαστεί τουλάχιστον ένας επιβλέπων (εκπαιδευτικός) για να υποστηρίξει, να καθοδηγήσει, να αξιολογήσει και να συμβουλέψει. Ένα παράδειγμα καλής πρακτικής είναι η Νομική Σχολή του Harvard, η οποία βασίζεται, εν μέρει, σε συζητήσεις μικρών ομάδων των φοιτητών του σε θέματα με ιδιαίτερη δυσκολία. Οι συζητήσεις αυτές επιβλέπονται από έναν καθηγητή. Στο συγκεκριμένο μάθημα, όμως, οι φοιτητές δεν ξεπερνούν τους 500 και οι διδάσκοντες είναι 21.
Πριν λίγα χρόνια εκφράστηκε η άποψη ότι τα Moocs θα λύσουν το πρόβλημα των προπτυχιακών σπουδών, ιδιαίτερα αυτών με οικονομικό κόστος. Όμως, οι έρευνες έχουν δείξει ότι περισσότεροι από το 60% αυτών που παρακολουθούν τα Moocs έχουν ήδη πανεπιστημιακά πτυχία. Επομένως, καταρρίπτεται η άποψη για δωρεάν προπτυχιακές σπουδές μέσω του διαδικτύου.
Είναι δεδομένο ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη σημερινή της μορφή έχει αποτύχει στο να ανταποκριθεί στην παγκόσμια απαίτηση για 100 εκατομμύρια περίπου υποψήφιους φοιτητές κάθε χρόνο. Οι εθνικές οικονομίες, τουλάχιστον των προηγμένων χωρών του βορείου ημισφαιρίου του πλανήτη, έχουν αποτύχει στο να προσφέρουν πανεπιστημιακές σπουδές ποιοτικού επιπέδου. Γιατί λοιπόν τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου ξοδεύουν εκατομμύρια ευρώ για να προσφέρουν δωρεάν υψηλής ποιότητας σπουδές σε καινοτόμα προγράμματα σε φοιτητές, που όπως αποδεικνύεται, είναι ήδη επαγγελματίες; Τα ιδρύματα ισχυρίζονται ότι με αυτόν τον τρόπο θα μεταφέρουν την καινοτομία στους δικούς τους φοιτητές. Γιατί όμως οι φοιτητές τους, οι οποίοι πληρώνουν υψηλότατα δίδακτρα δεν είχαν παλιότερα την ευκαιρία σε τέτοιες επενδύσεις και απολαβές; Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται ήταν γνωστές εδώ και πολλά χρόνια από τα πανεπιστήμια αυτά.
Από την εποχή που δημιουργήθηκαν τα πρώτα Moocs, τα γνωστά και μεγάλα πανεπιστήμια έδωσαν ένα μήνυμα σύγχρονο και καινοτόμο: η εκπαίδευση που είχαν ανακοινώσει θα μπορούσε να απαντήσει στα ζητούμενα εκατομμυρίων υποψηφίων φοιτητών για καλή και δωρεάν εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, θα προσέφεραν μαζική δωρεάν εκπαίδευση σε εκατομμύρια ενδιαφερόμενους. Η έννοια όμως της «μαζικότητας» είναι κλειδί στις ακαδημαϊκές σπουδές. Αν η μαζικότητα δε συνδυαστεί με προσωπική καθοδήγηση και υποστήριξη των φοιτητών, τότε αποδομείται και ισοπεδώνεται. Δε λειτουργεί σωστά. Επίσης, αν η μαζικότητα δε συνοδεύεται από την απαιτούμενη ποιότητα στην εκπαιδευτική μεθοδολογία, ανεξαρτήτως επιπέδου, τότε οι πιθανότητες σωστής εκπαίδευσης μειώνονται στο ελάχιστο. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται το κλειδί της λειτουργίας των Moocs: Η έλλειψη προσωπικής καθοδήγησης και υποστήριξης των φοιτητών αγνοείται από τα ιδρύματα αυτά, με αποτέλεσμα να καταρρέει η ιδέα ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα της μαζικής εκπαίδευσης.
Ένα πρόγραμμα σπουδών, ένα μάθημα, το οποίο βρίσκεται ελεύθερο και δωρεάν στο διαδίκτυο, αποτελεί μια πλούσια πηγή πληροφοριών. Αν αυτοί που το έχουν δημιουργήσει εκπροσωπούν ένα μεγάλο και γνωστό πανεπιστήμιο, τότε η εικόνα που αναπαράγεται δείχνει κάποια επιτυχία. Αξίζει, όμως, να τονιστεί η εξής διαφορά: Για να υπάρξει αυτή η επιτυχία, για να οριστεί η ποιότητα των σπουδών και να εξασφαλιστεί η καινοτομία, οι φοιτητές, όπως δείχνουν οι έρευνες δεκαετιών τώρα, θα πρέπει να έχουν ένα σύστημα υποστήριξης και καθοδήγησης των σπουδών τους. Να μπορούν να γεφυρώσουν κενά, να μπορούν να κατανοήσουν δυσκολίες στο πεδίο και τη μεθοδολογία. Όλα αυτά, όμως, δεν προσφέρονται. Η τεχνολογία από μόνη της δεν επαρκεί για να καλύψει τα τεράστια κενά που συνήθως υπάρχουν. Ο ανθρώπινος παράγοντας, που στην περίπτωση αυτή είναι απών, είναι καθοριστικός και θεμελιακός για την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών. Χωρίς αυτόν οι σπουδές σε ένα τυπικό μάθημα, όσο καλό και να είναι, οδηγούν σε μια χαλαρότητα των δεσμών και δε διευκολύνουν την εκπαιδευτική μεθοδολογία που είναι κλειδί για την επιτυχία.
Η εκπαιδευτική πρακτική έχει δείξει ότι οι αναλογίες διδασκόντων/μαθητών σε όλα τα επίπεδα και τις βαθμίδες της εκπαίδευσης έχουν έναν καθοριστικό λόγο και επηρεάζουν σε τεράστιο βαθμό την ποιότητα της μάθησης. Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι φέρνουμε την αναλογία αυτή στο 1:25 (εκπαιδευτικός- σπουδαστές) και αυξάνουμε τον αριθμό των σπουδαστών σε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες: Πώς θα βρεθούν οι μεγάλοι αριθμοί των διδασκόντων στην περίπτωση αυτή; Επιπλέον, τι κόστος θα δημιουργούσε ένα τέτοιο σενάριο στο εκπαιδευτικό ίδρυμα; Ασφαλώς, τα ερωτήματα δεν είναι ρητορικά. Είναι πραγματικά. Οι απαντήσεις μπορούν να βρεθούν με βάση τις έρευνες, αλλά και μέσω μίας διαφορετικής αντίληψης για τις δομές της ανώτατης εκπαίδευσης. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι οι απαντήσεις αυτές δε θα πρέπει σε καμία περίπτωση να είναι απλοϊκές. Και η εφαρμογή των Moocs, όπως φαίνεται, είναι μια απλοϊκή απάντηση στο ερώτημα.
Όταν πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τα οποία είχαν εφαρμόσει την Ανοικτή και εξ Αποστάσεως Εκ- παίδευση στη δεκαετία του 1990-2000, διαπίστωσαν σημαντικές αλλαγές κοινωνικού υπόβαθρου και εκβιομηχάνισης της εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα αυτή να γίνει μαζική και να πάρει μεγάλες αριθμητικές διαστάσεις, υπήρξε ο φόβος της τυποποιημένης και βιομηχανοποιημένης εκπαίδευσης/μάθησης. Ήταν ένα σημείο κλειδί για να υιοθετηθούν στοιχεία ποιότητας και αποτελεσματικότητας. Στα ανοικτά πανεπιστήμια και στα εξ αποστάσεως εκπαιδευτικά ιδρύματα υπήρξε μεγάλη ανησυχία για την πορεία των σπουδών και τη διασφάλιση προϋποθέσεων ποιότητας. Διενεργήθηκαν έρευνες για την προσφερόμενη ποιότητα, υπήρξαν ακαδημαϊκοί προβληματισμοί για την αποτελεσματικότητα. Η ακαδημαϊκή κοινότητα επανασχεδίασε προγράμματα σπουδών, εκπαιδευτικά υλικά και μεθοδολογίες εκπαιδευτικής εφαρμογής. Ταυτόχρονα υιοθέτησε κατάλληλες πρακτικές που εξέφραζαν τον ρόλο του καθηγητή ως συμβούλου, ως υποστηρικτή, ως καθοδηγητή της μαθησιακής διαδικασίας.
Τα μαζικά ανοικτά δικτυακά μαθήματα εδώ και λίγα χρόνια, όχι μόνο δεν κινούνται σε μια ανάλογη κατεύθυνση, που θα είχαν κάθε λόγο να το κάνουν, αλλά κάνουν ακριβώς το αντίθετο: δε διαθέτουν ούτε ακολουθούν τον παραμικρό προβληματισμό για τη μαζική μεγαβιομηχανοποιημένη «εκπαίδευση» που προσφέρουν, καθώς οι παρακολουθούντες μετριούνται σε εκατομμύρια και τα συμφέροντα φαίνεται να έχουν τεράστια σημασία. Τα μαζικά ανοικτά διαδικτυακά μαθήματα και τα ιδρύματα που βρίσκονται από πίσω τους, έχοντας εκατομμύρια ακόλουθους στα προγράμματά τους, έχουν δημιουργήσει μια εικόνα ικανοποίησης, αίγλης και υπεροψίας που, όπως φαίνεται για την ώρα, δεν τους επιτρέπει ή δεν τους συμφέρει να εκτιμήσουν και να αξιολογήσουν την αποτελεσματικότητά τους. Όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, έτσι και τώρα, υπάρχει η λογική της μίμησης και της επανάληψης: «Αφού το κάνουν οι άλλοι, θα πρέπει να το κάνουμε κι εμείς». Δεν είναι καθόλου τυχαία η ραγδαία ανάπτυξη των Moocs σε όλον τον πλανήτη. Με τη διαφορά ότι δε συνοδεύεται από μαθησιακά ποιοτικά δεδομένα και δε στοχεύει σε ελάχιστα εκπαιδευτικά κριτήρια.
Η τεχνολογία στην περίπτωση των Moocs είναι ένας μεγάλος σύμμαχος του εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι έχει τεράστιες δυνατότητες οργάνωσης και υποδομών στην εκπαίδευση. Όμως, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θα πρέπει να αποφύγει την προχειρότητα και τις εύκολες λύσεις χωρίς προγραμματισμούς, στοχοθεσίες και προϋποθέσεις. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με τους ερευνητές και τους εκπαιδευτικούς εκείνους που είναι σε θέση να χαράξουν εκ- παιδευτικές μεθοδολογίες και πειραματισμούς. Οι απλοϊκές επιλογές της χρήσης κάποιων βίντεο ή διδακτικού υλικού χωρίς προγραμματισμό και προϋποθέσεις δεν μπορούν να φέρουν αποτελέσματα. Η εκπαίδευση είναι μια σημαντική πρακτική για να παίζουν κάποιοι και να δοκιμάζουν αμφιλεγόμενες εφαρμογές.
Σωστό θα είναι να μην υποτιμήσουμε το γεγονός ότι συχνά οι εκπαιδευτικοί, και μάλιστα ευφυείς εκπαιδευτικοί, ενθουσιάζονται με την τεχνολογία και παραμερίζουν τις παιδαγωγικές προϋποθέσεις της χρήσης της. Εδώ είναι το κρίσιμο ζήτημα της τεχνολογίας. Ασφαλώς αποτελεί μέρος της εκπαιδευτικής μας ζωής, ασφαλώς μπορεί να λύσει προβλήματα στην εκπαιδευτική πράξη, σίγουρο είναι ότι ανοίγει νέους δρόμους και υπόσχεται πολλά για το μέλλον της εκπαίδευσης, αλλά με μια ουσιαστική προϋπόθεση: Να ακολουθεί και να συλλειτουργεί με τους παράγοντες που ορίζουν την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα στη μάθηση.
* Ο Αντώνης Λιοναράκης Αναπληρωτής Καθηγητής Ανοικτής και εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.